Μου ’πες γράψε ένα τραγούδι για τη μοναξιά…
Η μοναξιά είναι αιώνια!
Του ζητήθηκε να καταγράφει τις ζωές σημαντικών προσώπων, καλλιτεχνών κυρίως και να ετοιμάζει επικήδεια άρθρα γι’ αυτούς τους μεγάλους ανθρώπους, …πολύ πριν το θάνατό τους. Έτσι, για να είναι όλα έτοιμα για τον μονίμως πεινασμένο αναγνώστη, για να πρωτοπορεί πάντα η εφημερίδα, να δημοσιεύει πάντα πρώτη τα επιτεύγματα των νεκρών. Κυρίως για να μην αφεθεί ο κύριος Pereira και περιπέσει σε πολιτικά ή άλλα επικίνδυνα θέματα. Τουλάχιστο αυτό υποστηρίζει ο Tabucchi.
«Οι νεκρολογίες δεν μπορούν να γραφτούν από τη μια στιγμή στην άλλη, φανταστείτε αν αύριο πεθάνει ο Mauriac, εγώ πώς θα τα έβγαζα πέρα;»
Προσπάθησα να μπω στη θέση του αρθογράφου. Eίναι κάτι που κάνω συχνά, χωρίς να το αντιλαμβάνομαι την ώρα που γίνεται, να νομίζω ότι παίρνω τη μορφή κάποιου άλλου ή ότι κάποιος άλλος παίρνει μορφή μπροστά μου. Πιο μετά, όταν το αντιλήφτηκα, το έστειλα να καταγραφεί στο μυαλό μου σαν μια ιδιαίτερη μορφή υπερπλήρωσης χρόνου που χρωστώ στους νεκρούς και ενδεχομένως, σε κάποιους ζωντανούς. Στην ουσία δεν προσπάθησα, δεν θυμάμαι να κουράστηκα ιδιαίτερα. Το άφησα να περάσει σαν προκριματικός ανώμαλος περίπατος, όταν οι υπόλοιποι γύρω μου έτρεχαν για να πάρουν τη θέση στον μεγάλο αγώνα. Προτιμώ, από τη στιγμή που είναι όλα ανώμαλα, να περπατώ χωρίς προορισμό με βήμα περισσότερο ανέμελο, παρά να ιδρώνω για ένα ανώμαλο μετάλλιο. Ό,τι έγινε και δεν έγινε καταγράφεται πιο κάτω με σύνεση και ευγένια, όπως θα ζητούσε ο κύριος Pereira. Ό,τι πέρασε φανταστικά και συνειδητά από μπροστά μου σ’ εκείνο τον ανώμαλο περίπατο, με έκανε να καταλάβω ένα πράγμα: δεν είναι οι συμπτώσεις που μας οδηγούν στην αλήθεια, αλλά η αλήθεια μας παρακινεί να επανεξετάσουμε τις απανωτές συμπτώσεις.
Αν είχα εγώ εκείνη τη θέση στην εφημερίδα για ποιον θα έκανα την πρόωρη μεταθανάτια μελέτη; Στην αρχή σκέφτηκα για κάποιον ηλικιωμένο, θα πεθάνει νωρίτερα από κάποιο νεότερο, έτσι προστάζει ο χρόνος. Ή για κάποιον φανερά άρρωστο, ή κάποιο χρήστη ηρωίνης, κάποιο με τάσεις αυτοκτονίας, κάποιον που θα κλείσει τα μάτια του σ’ ένα πολύ στενό δωμάτιο, αυτό καθορίζεται από το χώρο. Δεν κατάφερα να σκεφτώ ούτε ένα. Κάτι με προστάτευε εκείνη την ώρα, σβήστηκαν όλα περί θανάτου σαν να μην πέρασαν ποτέ από το νου μου. Ήταν σαν να ονειρεύτηκα για μερικά δευτερόλεπτα και δεν θυμόμουν τίποτα όταν επανήλθα στην πραγματικότητα. Μια φοβία που με συνόδεψε προς το τέλος της ονειροπόλησης μου, φοβία επειδή κι αυτό συμβαίνει συχνά, ήταν αυτή του να σκεφτώ κάτι και να γίνει το ακριβώς αντίθετο. Το να σκεφτώ λοιπόν για κάποιο ζωντανό ότι είναι νεκρός, όπως γίνεται και στα όνειρα, πιθανόν να του πρόσθετα χωρίς να το θέλω επιπλέον χρόνια ζωής. Κι αυτό δεν ήθελα να το επιβάλω σε κανένα. Ή σε όλους, δεν ήξερα τί να αποφασίσω. Ξαφνικά, πάλι σαν να είδα ένα σκοτεινό όνειρο, πέρασαν από μπροστά μου τρία-τέσσερα αγαπημένα μου πρόσωπα και τα ονόματα αυτών που παλιότερα είχα ονειρευτεί πως πέθαιναν, ή τρακάριζαν ή ασφυκτιούσαν. Σταμάτησα εκεί.
Πιο μετά μου ζητήθηκε να γράψω κι εγώ κάτι. «Γράψε κάτι». Τίποτε περισσότερο, τίποτε λιγότερο, μόνο «κάτι». Ούτε αν μπορείς, ούτε αν θέλεις, ούτε πρέπει. Κάτι για κάποιον που έγραψε τόσα πολλά. Κάτι για κάποιον που πριν ένα χρόνο ήταν «σχεδόν εξήντα χρονών κι έχει μωρό, δεν είναι απίστευτο…;» Είναι απίστευτο το ότι ούτε μπορώ, ούτε πολυθέλω, ούτε μου το επιβάλλει κανείς κι όμως βάλθηκα να τελειώσω αυτή τη νεκρολογία. Είναι απίστευτο το ότι κάτι μέσα μου θέλει να φωνάξει «εμένα με ενδιαφέρει η ζωή!», όπως πολύ σωστά φώναξε ο Monteiro Rossi στον κύριο Pereira, αλλά κάτι άλλο με παρακαλά να συνεχίσω.
O Monteiro Rossi ήταν ένας ανέμελος νεαρός που έκανε όλες τις βρώμικες και ανώμαλες δουλειές για λίγα λεφτά. Όπως οι πλείστοι δημοσιογράφοι. Όπως και οι έμποροι τέχνης και οι μελετητές των έργων τέχνης, ακόμα και μερικοί φίλοι των καλλιτεχνών. Η διαφορά των εμπόρων της τέχνης και των στενών φίλων των καλλιτεχνών φαίνεται τεράστια μπροστά στο θάνατο. Για τους καυχησιολόγους κριτικούς, τους γνώστες της καλής τέχνης, για τις παλιές θλιμμένες ερωμένες, για τους πολλούς θαυμαστές, για όσους μπορούν ακόμα να τρέφουν συναισθήματα και να ζουν από αυτά, για όσους επινοούν ένα σύνθημα να πιαστούν και να κρατηθούν δεμένοι με την ανάμνηση του προσώπου και του έργου του νεκρού, ο καλλιτέχνης είναι αθάνατος. Είναι το σύνολο των ευτυχών, των συναισθηματικά ισορροπημένων ανθρώπων που τείνουν να πραγματώνουν τα γεγονότα, και το θάνατο μαζί, για να τα κατατάσσουν στις πραγματικότητες των βιβλίων των ηρώων της αιωνιότητας, σαν να τα πακετάρουν για να τα βρουν στο μέλλον οι νεότεροι περίεργοι μελετητές.
Για τον τρελό μεθύστακα όμως, έναν από τους πολύ λίγους φίλους του καλλιτέχνη, ο νεκρός άφησε μια πληγή ανοιχτή, μια απώλεια που μπορεί να είναι και η απώλεια της λήθης. Κι αν το σπρώξω ελάχιστα πιο πέρα, να το τινάξω όσο μου επιτρέπει το βάρος της απώλειας, ίσως να παραληρήσω κι εγώ και να καταφέρω να τινάξω μαζί και τη δειλία, να καταφέρω να δηλώσω πως ο νεκρός άφησε στον τρελό μια αλήθεια. Με μεγάλη οργή, τα μαλλιά του ανασηκωμένα και τα μάτια του που δακρύζουν, ο τρελός ανακοινώνει ξανά, μετά από καιρό, το θάνατο του φίλου του. Δεν του φτάνουν τα τραγούδια και οι ζωγραφιές, οι καταλόγοι και οι λίστες με τις επιτυχίες. Ταράζεται και τρέχει βιαστικά, μακριά από όλους τους υποστηρικτές οποιουδήποτε έργου που επιμένουν πως δεν είναι νερκρός αλλά αθάνατος. Μοιάζει πολύ με ένα μικρό παιδί, που δυσφορεί όταν ξέρει μια αλήθεια και κανείς δεν του δίνει σημασία. Ύστερα τον βρίσκω σε κάποιο μπαρ μεθυσμένο, περιτριγυρισμένο από τα σημαντικότερα έργα του πεθαμένου και συνεχίζει: «…να πείτε στον κύριο Pereira πως πρέπει να γράψετε ένα άρθρο για την ψυχή, το έχουμε όλοι μας ανάγκη». «Προφανώς θα αστιευόταν»…
Η αλήθεια μου έδειξε ότι κανένας χωροχρόνος δεν μπορεί να προκαθορίσει το θάνατο. Όσο κι αν οι ζωές κυλούν σε συντεταγμένες, ο θάνατος δεν έχει αυτές τις κόκκινες βούλες στο χάρτη – που είναι ίδιες με τις κόκκινες βούλες του έργου που πουλήθηκε. Το αν η ψυχή συνεχίζει σε συντεταγμένες μετά το θάνατο ή ακόμα κι αν περιπλανιέται στο φως χωρίς σύνορα, θα το μάθω μια μέρα αλλά δεν θα μπορώ να το μοιραστώ με κανένα, γιατί όλοι γύρω μου θα το έχουν μάθει νωρίτερα. Αυτό είναι κάτι που με προβληματίζει. Γιατί τη ζωή τη διδάσκεσαι και τη διδάσκεις. Στο θάνατο είσαι μωρός, ανήξερος, πρωτάρης. Ως τότε, ελπίζω να μην ξαναβρεθώ σ’ αυτή τη δύσκολη θέση. Νομίζω πως θα ήταν πιο εύκολο να γράψω μια νεκρολογία για κάποιον ζωντανό, όσο ανώμαλο κι αν ακούγεται, θα ήταν συγχρόνως και πιο ανέμελο.
Έχουν περάσει δέκα ημέρες και δέκα παραγράφοι κι ακόμα δεν τόλμησα να γράψω τίποτε για τη ζωή ή το θάνατο αυτού που μου ζητήθηκε. Ούτε τ’ όνομα του δεν μπορώ να γράψω. Δεν θέλω να μοιάζει το κείμενο μου με ταφική κολόνα. Συνειδητοποιώ όμως τώρα ότι δεν ξέρω τίποτα για τη ζωή του. Για το θάνατό του δεν γράφτηκαν πολλά. Μάλλον έτσι θα το ήθελε ο ίδιος. Από κει και πέρα, ξέρω πως για κάποιους θα είναι πεθαμένος και για κάποιους αθάνατος. Κι αυτό φτάνει.