Ποιοι παράγοντες καθορίζουν την αξία των έργων σήμερα;
Τι είναι αυτό που εκτοξεύει στα ύψη ή, αντίστροφα, «παγώνει» τις τιμές τους;
Εν πρώτοις, το ερώτημα μοιάζει απλό. Δεν έχει κανείς παρά να σηκώσει το τηλέφωνο και να ρωτήσει.
Στο κάτω κάτω όλα τα έργα τέχνης αποτελούν τρόπον τινά εμπορικά αντικείμενα, ακόμη και αυτά που δεν πωλούνται, εφόσον η παρουσίασή τους και μόνο δημιουργεί τις προϋποθέσεις για άλλου είδους εμπορικές συναλλαγές (στις μεγάλες διοργανώσεις, π.χ., όπως οι μπιενάλε, οι οποίες εξυπηρετούν την ανάπτυξη των πόλεων, ή στα μεγάλα μουσεία όπου το κοινό καταναλώνει πλείστα άλλα προϊόντα στο πλαίσιο της επίσκεψής του). Αν ωστόσο σταθούμε λίγο και εξετάσουμε το ερώτημα στη γενικότητά του, προκύπτουν αίφνης τουλάχιστον τρία ακόμη.
1. Εχει τιμή ο Ρέμπραντ;
Πρώτον, όταν ρωτούμε πόσο κοστίζει ένα έργο τέχνης, εννοούμε άραγε πόσο κοστολογείται ή σε ποιο ύψος αποτιμάται η αξία του; Δεν πρέπει, δηλαδή, να ξεχνούμε ότι είναι στην πραγματικότητα αδύνατον να απαντηθεί το ερώτημα για τη συντριπτική πλειονότητα έργων τέχνης που φυλάσσονται στα μουσεία, καθ’ ότι η έννοια του «κόστους» έχει μόνον νόημα στο πλαίσιο μιας διακίνησης. Τα μουσεία ασφαλώς κοστολογούν κατά κάποιον τρόπο τους θησαυρούς τους, κυρίως όταν πρόκειται να τους δανείσουν για κάποια έκθεση. Ετσι, το πιθανότερο είναι ότι οι περισσότεροι πίνακες του Ρέμπραντ ή του Βελάσκεθ έχουν μια ονομαστική τιμή αν και μόνο επειδή βάσει αυτής υπολογίζεται το ασφάλιστρο προκειμένου οι πίνακες να ταξιδέψουν σε άλλα μέρη. Επί της ουσίας, όμως, αυτό δεν αποτελεί αποτίμηση. Τίποτε σχεδόν από αυτά – εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων που παραμένουν στην αγορά – δεν πωλείται ποτέ. Πόσο κοστίζει η «Τζιοκόντα»; Το ερώτημα απλώς δεν έχει νόημα.
2. Ποιος είναι ο πιο καλός Πικάσο;
Δεύτερον, πόσο κοστίζει ποιο έργο τέχνης; Δηλαδή, ίσως πράγματι θα μπορούσαμε να βρούμε στην ελεύθερη αγορά έναν σωρό θησαυρούς, αλλά πόσο «θησαυροί» είναι αυτοί καθαυτοί; Για παράδειγμα, τόσο ο Ογκύστ Ρενουάρ όσο και ο Γκύσταβ Κλιμτ θεωρούνται σπουδαίοι στην ιστορία της τέχνης. Πώς στοιχειοθετείται όμως μια σταθερή κλίμακα κοστολόγησης των έργων τους, αν σκεφτούμε ότι ένα έργο του Ρενουάρ πωλήθηκε πρόσφατα από τον οίκο Sotheby’s προς 7 εκατ. δολάρια, περίπου, ενώ του Κλιμτ προς 135 εκατ. δολάρια; Αν αναλογιστούμε ακόμη περισσότερα παραδείγματα – στην ίδια πώληση των Sotheby’s έργο του Αμεντέο Μοντιλιάνι πωλήθηκε 16 εκατ. στερλίνες, του Εγκον Σίλε 12 εκατομμύρια, του Πάμπλο Πικάσο 7,5 εκατομμύρια, του Εντγκάρ Ντεγκά 7 εκατομμύρια και του Πολ Σεζάν 4 εκατ. στερλίνες, όπως και του Εντουάρ Βιγιάρ και του Πιερ Μπονάρ -, αρχίζουμε να συνειδητοποιούμε ότι δεν υπάρχει εύκολος τρόπος αντιστοίχησης ανάμεσα στη θέση ενός καλλιτέχνη στην ιστορία της τέχνης και στην εμπορική αξία συγκεκριμένων έργων του. Ναι, θα μπορούσαμε ενδεχομένως να εντοπίσουμε έναν Κλοντ Μονέ στην αγορά. Οχι όμως τις «Νυμφαίες». Θα μπορούσαμε σίγουρα να αγοράσουμε έναν Πικάσο. Οχι όμως την «Γκερνίκα». Το συμπέρασμα συνεπώς που προκύπτει είναι ότι τα έργα των καλλιτεχνών κοστολογούνται τόσο βάσει της – σχετικώς αυθαίρετα υπολογισμένης – αξίας του συγκεκριμένου δημιουργήματος όσο και βάσει όλου συνολικά του έργου του καλλιτέχνη. Με άλλα λόγια, ένας άσημος Πικάσο κοστίζει τόσο πολύ όχι επειδή είναι σπουδαίο έργο, αλλά επειδή ο Πικάσο έχει φτιάξει και άλλα που θεωρούνται σπουδαία και που κατά πάσα πιθανότητα δεν πωλούνται.
3. Ποια είναι η χρυσή στιγμή πώλησης;
Το τρίτο, και ίσως σημαντικότερο, ερώτημα είναι: Σε ποια φάση της ζωής του έργου τέχνης αναφερόμαστε; Το 1991 ο συλλέκτης Τσαρλς Σάατσι αγόρασε το έργο με τίτλο «Εαυτός» του βρετανού γλύπτη Μαρκ Κουίν – μια αυτοπροσωπογραφία από το παγωμένο αίμα του καλλιτέχνη – προς 13.000 στερλίνες. Το πούλησε το 2005 προς 1,5 εκατ. στερλίνες. Δηλαδή, μέσα σε μόλις 14 χρόνια η αξία του έργου έγινε περισσότερο από 115 φορές μεγαλύτερη. Μπορεί να μοιάζει εξαιρετικά μεγάλο ποσόν για ένα έργο σύγχρονης τέχνης – και φυσικά είναι -, δεν ξεφεύγει ωστόσο καθόλου από τον κανόνα που θέλει ακόμη και έργα που δημιουργήθηκαν εφέτος ή πριν από πολύ λίγα χρόνια να φτάνουν σε τεράστια ύψη: στην πρόσφατη foire Art Basel, η οποία έλαβε χώρα στη Βασιλεία της Ελβετίας το καλοκαίρι, έργο του Βέλγου Κάρστεν Χέλερ έφτασε στα 220.000 ευρώ, του ρώσου θρύλου της εννοιολογικής τέχνης Ιλια Καμπακόφ στα 440.000 ευρώ, του Γιαπωνέζου Τακάσι Μουρακάμι στα 800.000 ευρώ, ενώ ένας μεγάλος πίνακας του αμερικανού καλλιτέχνη της pop Τζέιμς Ρόζενκουιστ στα 4,9 εκατ. ευρώ. Η γκαλερί Gagosian πούλησε έργα αξίας 4 εκατ. ευρώ μόνο την πρώτη ημέρα της foire, συμπεριλαμβανομένου και ενός πίνακα του Τζεφ Κουνς, προς 1,2 εκατ. ευρώ, η δε γκαλερί Waddington πούλησε έργα συνολικής αξίας 2 εκατ. ευρώ. Γενικά, όπως δήλωσε ο διευθυντής της Art Basel Σαμ Κέλερ, «περισσότερα από 160 εκατ. ευρώ άλλαξαν χέρια κατά τη διάρκεια της foire». Θα έλεγε λοιπόν κανείς ότι το γεγονός πως θα μπορούσε να αγοράσει ένα μικρό έργο ανερχόμενου έλληνα ή ξένου σύγχρονου καλλιτέχνη από μια γκαλερί για το σχετικώς ασήμαντο ποσόν των 800, των 1.000 ή των 1.500 ευρώ δεν είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικό ως πληροφορία. Σε λίγα χρόνια – και μερικές φορές εντυπωσιακά γρήγορα – το ποσόν θα έχει αλλάξει.
Οι παράγοντες που επηρεάζουν την τιμή
Λέγοντας ότι η τιμή ενός έργου τέχνης σε λίγα χρόνια θα αλλάξει προκαλείται η απορία: Πώς; Ποιοι είναι οι παράγοντες που επηρεάζουν την αλλαγή; Πρόκειται για κάτι που κάποιος μπορεί να καθορίσει ή η αλλαγή εξαρτάται από αστάθμητους και συγκυριακούς παράγοντες; Αλήθεια υπάρχει και στις δύο περιπτώσεις. Ασφαλώς οι αστάθμητοι παράγοντες, τους οποίους ιδανικά θα ανέφερε κανείς, ισχύουν: ένα έργο που συγκεντρώνει την προσοχή του κόσμου της τέχνης και που εγγράφεται στη συνεχιζόμενη ιστορική αφήγηση ως σημαντικό έχει μεγάλες πιθανότητες να κοστίζει περισσότερο πολύ σύντομα. (Δεν υπάρχει ένας λόγος, ασφαλώς, που δημιουργεί τέτοια συναίνεση. Το πλαίσιο πρόσληψης κάθε φορά αλλάζει και οι επιλογές που συνιστούν την ιστορική αφήγηση αιτιολογούνται με πολύ διαφορετικό τρόπο κάθε φορά, τόσο σε σχέση με την εκάστοτε εποχή τους όσο και από την οπτική του σύγχρονου παρατηρητή.) Κάποιες φορές βεβαίως είναι θέμα τύχης: ένας γνωστός συλλέκτης, για παράδειγμα, αγοράζει ένα άγνωστο έργο για προσωπικούς λόγους και η τιμή ανεβαίνει μόνο και μόνο επειδή το έργο ανήκει σε σπουδαία συλλογή. (Σπάνια περίπτωση η τελευταία, αν και σύνηθες όνειρο των καλλιτεχνών που ονειρεύονται να ανακαλυφθούν.) Αν επίσης ένα έργο συγκεντρώνει δημοσιότητα λόγω της πρωτοτυπίας ή της προκλητικότητάς του, επίσης η τιμή του αυξάνεται. (Μάλιστα, η γκαλερί του καλλιτέχνη, οι συλλέκτες που ήδη διαθέτουν έργα, οι κριτικοί, τα ΜΜΕ μπορούν να εντείνουν ή και να δημιουργήσουν εκ του μηδενός τέτοιου είδους δημοσιότητα είτε επειδή πράγματι τον υποστηρίζουν είτε επειδή προσφέρει καλό υλικό για τις προσωπικές τους επιδιώξεις ή σταδιοδρομίες.) Αλλά βέβαια, πέραν των αστάθμητων ή συγκυριακών παραγόντων, υπάρχουν και οι ηθελημένοι χειρισμοί, με πρώτιστο ανάμεσά τους τη δευτερογενή αγορά. Οι δημοπρασίες, κυρίως, αποτελούν τρόπο ανύψωσης της τιμής των έργων, εφόσον από μια τιμή εκκίνησης οι ενδιαφερόμενοι διαγωνίζονται ανεβάζοντας το ποσόν. Ενας επιδέξιος έμπορος, γνωρίζοντας πού να παρουσιάσει ένα έργο, μπορεί να εξασφαλίσει σε εντυπωσιακό βαθμό την άνοδο της τιμής του. (Από την άλλη, συχνά η πώληση ενός έργου από μια σπουδαία συλλογή μπορεί να γίνει αντιληπτή ως απώλεια εμπιστοσύνης στην πορεία του καλλιτέχνη και έτσι η τιμή να πέσει.)
Καμία φυσικά από αυτές τις παρατηρήσεις δεν αρκεί για να περιγράψει τις αυξομειώσεις που υφίστανται οι τιμές των έργων. Αλλά βέβαια αυτή είναι η φύση της αγοράς τέχνης: κανένας άλλος νόμιμος εμπορικός τομέας δεν υπόσχεται τόσο μεγάλα κέρδη σε συνδυασμό με τόσο μεγάλη αδυναμία πρόβλεψης. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν γίνονται πάμπολλες συζητήσεις για το δυσθεώρητο των ποσών που δαπανώνται στην τέχνη. Από τη συνωμοσιολογία όσων υποστηρίζουν ότι «σκοτεινές δυνάμεις» κρύβονται πίσω από ένα επενδυτικό παιχνίδι που δεν σέβεται τους καλλιτέχνες ως την ψυχρότητα όσων διαπιστώνουν έναν δραστήριο τομέα της σύγχρονης ελεύθερης αγοράς, το σίγουρο είναι ότι κανένας δεν δίνει ποτέ αρκούντως πειστικές εξηγήσεις για το πώς ακριβώς λειτουργεί η αγορά της τέχνης. Μια τελευταία σκέψη ωστόσο – η οποία ίσως να μη λύνει το πρόβλημα, ενδεχομένως όμως το φωτίζει λίγο – είναι η εξής: Είναι αλήθεια ότι η τέχνη διακινείται με λίγο ως πολύ τους ίδιους όρους όπως και οποιοδήποτε άλλο προϊόν. Οχι ακριβώς όμως. Και αυτό γιατί στην τέχνη, πέραν των νόμων της αγοράς, υπάρχει πάντα ένα στοιχείο συγχυτικό. Αλλα προϊόντα μπορεί να μην παράγονταν αν κανένας δεν τα ζητούσε. Τέχνη όμως παράγεται πάντοτε και μάλιστα ασύλληπτα περισσότερη από αυτή που διακινείται. Σε αντίθεση με άλλα προϊόντα, οι καλλιτέχνες δεν παράγουν τέχνη μόνο επειδή τη θέλουν οι άλλοι, αλλά κυρίως επειδή τη θέλουν οι ίδιοι.
ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΖΕΝΑΚΟΣ
Το ΒΗΜΑ, 26/11/2006 , Σελ.: C06
Κωδικός άρθρου: B14926C061
ID: 281841