Το πήρα απόφαση λοιπόν μια μέρα.
Τα πούλησα όλα κι έφυγα.
Τις ενοχές μου τις έδωσα φτηνά. Τα όνειρα μου πανάκριβα.
Κάτι ελπίδες που κρατούσα για τις δύσκολες μέρες, τις πούλησα κι αυτές μισοτιμής.
Όσο όσο ξεπούλησα κι έφυγα.
Ένα πρωί του Μάρτη, ξημερώματα ρουτίνας.
Άπλωσα σ’ένα φτηνό καναπέ και δεν κοίταξα πίσω.
Πέρασα σοβαρός τα σύνορα της λογικής μου, δρασκέλισα το κατώφλι του φόβου μου και συνέχισα.
Μπροστά μου απλώνονταν άγνωστα τοπία και δρόμοι που δεν θα φανταζόμουν ποτέ.
Απέραντοι καταπράσινοι λόφοι μιας ανεξερεύνητης συνείδησης που μέσα τους έτρεχα με τα χέρια ανοιχτά χαϊδεύοντας τα φρέσκα στάχυα κάτω απ’τις παλάμες μου.
Ένοιωσα τα γόνατα μου να τρέμουν καθώς διέσχιζα τα πιο απόκρημνα μονοπάτια του σκοταδιού που χωρίς να ξέρουμε ονομάζουμε μνήμη.
Έφτασα μακριά. Σε άλλα μέρη.
Έζησα άλλες ζωές σ’ένα άχρονο χώρο.
Ξύπνησα μέσα σε ξένα όνειρα και οι τύψεις με φώναζαν με άλλο όνομα.
Δεν ήταν όμως όλα ρόδινα.
Το ταξίδι μου είχε και τα στραβά του.
Βρέθηκα χωρίς να το θέλω στις αναμνήσεις παιδικών εφιαλτών που ξαφνικά με θυμήθηκαν. Για να τους αποφύγω κατέφυγα στους λαβύρινθους της προσευχής. Περιπλανήθηκα και έκλαψα πολύ. Ώσπου από τα βουνά της αγάπης, της πραγματικής αγάπης, άκουσα το πάθος να φεύγει κροταλίζοντας τις αιμοβόρες προκλήσεις του. Έτσι βγήκα ξανά στο ξέφωτο του έρωτα.
Αυτό ήταν και η αφορμή της επιστροφής μου.
Μου πήρε χίλιες στιγμές για να’ρθω πίσω εκεί από όπου ξεκίνησα.
Δεν το μετανοιώνω.
Στο τέλος του μεγάλου μου ταξιδιού, έγινα πιο ονειροπόλος και παράλογος.