Ο Τζιάκομο Ποντόρμο έκλεισε βιαστικά την πόρτα πίσω του και ακούμπησε πάνω της. Ιδρωμένος και χλωμός έμεινε για λίγο εκεί προσπαθώντας να συνέλθει. Μετά πήρε στα χέρια το σχοινί που κρεμόταν δίπλα του και άρχισε να τραβά με μανία. Ένας απλός μηχανισμός με ξύλινες τροχαλίες, οδηγούσε το σχοινί έξω από τον τοίχο και κατέληγε στη ξύλινη σκάλα του σπιτιού του. Αυτή άρχισε να σηκώνεται αργά, και να κάνει μ’αυτό τον τρόπο αδύνατη την πρόσβαση σε κανένα. Μόνο έτσι, απομονωμένος, στο λιτό του σπίτι στο κέντρο της Φλωρεντίας, ένιωθε τώρα κάπως πιο ήρεμος.
Μακριά από άσκοπες συζητήσεις και προπάντων μακριά από επικίνδυνα φαγητά και περίεργες πολύπλοκες γεύσεις.
Κάθισε στο τραπέζι, άνοιξε το μεγάλο τετράδιο με το χοντρό εξώφυλλο , βούτηξε την πένα του στο μελάνι και άρχισε να γράφει με μανία.
«Την Τρίτη το βράδυ έφαγα μισό κεφαλάκι κατσικιού και σούπα.
Την Τετάρτη έφαγα το άλλο μισό, σταφίδα, 5 φέτες ψωμί και σαλάτα.
Την Πέμπτη το βράδυ μια σούπα καλή από αρνί και σαλάτα.
Την Πέμπτη το πρωί είχα πονοκέφαλο με ιλίγγους που κράτησε όλη τη μέρα .
Έφαγα σαλάτα παντζάρια κι αυγά ομελέτα.
…Την Κυριακή το βράδυ, ήτανε το βράδυ της ελιάς, έφαγα λίγο βραστό αρνί λίγη σαλάτα και 3 κομμάτια ψωμί.
Τη Δευτέρα το βράδυ αισθανόμουν θαυμάσια μετά τον πόνο, είχα φάει σαλάτα, σούπα από αρνί και 4 κομμάτια ψωμί..
Την Πέμπτη το βράδυ έφαγα μια σαλάτα, χαβιάρι κι ένα αυγό, ήλθε η Δούκισσα […] κι ο Δούκας επίσης.
Παρασκευή βράδυ ένα ψάρι, λίγη φάβα, λίγο χαβιάρι και 4 κομματάκια ψωμί.
Το Σάββατο 2 αυγά.
Την Κυριακή που ήταν Πάσχα πήγα κι έφαγα με τον Μπροντζίνο, το βράδυ δεν έφαγα.
Τη Δευτέρα έφαγα βραστό ψωμί και βούτυρο κι ένα κομματάκι τούρτα……
Το Σάββατο πήγα στην ταβέρνα: σαλάτα, ψάρι, τυρί και αισθάνομαι καλά.
….
Την Τετάρτη 23 Μαΐου έφαγα κρέας.
Σήμερα, Πέμπτη, Corpus Domini, έφαγα με τον Μπροντζίνο. Είχε κρασί ελληνικό, κρέας και αυγά και το βράδυ είχα λίγη όρεξη»
Η καθημερινή ζωή του Τζιάκομο Ποντόρμο, στα τέλη του 16ου αιώνα, ήταν ένα μαρτύριο. Ο μεγαλύτερος εκπρόσωπους του Ιταλικού μανιερισμού, έπασχε από διατροφικές εμμονές που τον οδήγησαν, τα τελευταία δυο χρόνια της ζωής του, να κρατά ένα περίεργο ημερολόγιο. Κατέγραφε με μανία οτιδήποτε έτρωγε. Γινόταν καχύποπτος όταν νόμιζε ότι κάτι μύριζε περίεργα ή όταν τον καλούσαν κάπου για φαγητό. Έτρωγε μόνο στο σπίτι μερικών φίλων που εμπιστευόταν. Ένοιωθε πως πίσω από κάθε φαγητό, παραμόνευε γι αυτόν ο θάνατος. Ατέλειωτες σελίδες με άχρηστες πληροφορίες. Ακόμα και τις μέρες που δεν θυμόταν τι έφαγε, σημείωνε πως δεν θυμόταν. Περιγράφει τον τρόπο που μαγείρεψε κάτι, τον τόπο απο όπου το αγόρασε, το όνομα του πωλητή και τον πιθανό διάλογο που είχαν. Κουραστικές εμμονές και αχρείαστες λεπτομέρειες, όπως ακριβώς και στα έργα του. Περίεργος συνωστισμός άγνωστων ανθρώπων που κινούνται άσκοπα χωρίς λόγο, συμμετέχοντας χωρίς να το συνειδητοποιούν σε ιστορικές στιγμές και θρησκευτικά γεγονότα.
Αιώνες μετά, το 1880, ο Βίνσεντ Βαν γκόγκ έγραφε στον αδελφό του : “ Μη νομίζεις ότι ζω πλουσιοπάροχα εδώ στις Βρυξέλλες, το κυρίως μου φαγητό είναι ξερό ψωμί ή μερικές πατάτες ή κάστανα που πουλάνε στο δρόμο αλλά επειδή έχω ένα κάπως καλύτερο δωμάτιο και που και που μπορώ να φάω κάτι καλύτερο σε ένα εστιατόριο πιστεύω ότι θα τα καταφέρω καλά. Αλλά τα τελευταία δύο χρόνια πέρασαν πολύ δύσκολα.” Αυτά φυσικά όταν βρισκόταν ακόμα στις Βρυξέλλες. Μερικά χρόνια μετά, η σχέση του με το φαγητό μπαίνει σε κρίση. Τρώει ένα κομμάτι ψωμί την ημέρα , για ολόκληρες εβδομάδες ενώ πίνει πάνω από 20 φλυτζάνια καφέ την ημέρα και το βράδυ συνηθίζει να πίνει αψέντι. Θεωρούσε το φαΐ μια αχρείαστη απόλαυση. Οι πατατοφάγοι, ένας από τους πρώτους του πίνακες, ήταν μια προσπάθεια να καταγράψει τη σχέση αυτών των φτωχών ανθρώπων με το φαγητό. “ Βουτούν” έγραφε “τα χέρια τους μέσα στο πιάτο και τρώνε. Με τα ίδια λερωμένα χέρια που όλη μέρα σκάβουν τη γή” Μάταια ο αδελφός του προσπαθούσε να τον πείσει να τρώει καλύτερα. Του έστελνε γράμματα με λεφτά αλλά ο Βίνσεντ του απαντούσε “ Ανακάλυψα ότι η όρεξή μου έχει ρυθμιστεί έτσι και όταν έφτασαν τα λεφτά σου δεν μπορούσα πια να αντέξω το φαγητό” και λίγο αργότερα, σ’ένα άλλο γράμμα γράφει “Πιστεύω όλο και περισσότερο πως ό,τι τρώμε επηρεάζει την ικανότητά μας να σκεφτόμαστε και να δημιουργούμε εικόνες. Όταν το στομάχι μου με ενοχλεί εμποδίζει την επιτυχία της δουλειάς μου.”
Η σχέση του με το φαγητό χειροτερεύει συνεχώς. Ο αδελφός του Τεο μαθαίνει πως ο Βίνσεντ άρχισε να τρώει τα χρώματα του. Όταν τον ρωτά, εκείνος του απαντά πως ανακάλυψε ότι τα πινέλα του γράφουν καλύτερα όταν τα γλύφει. Πολλοί υποστηρίζουν ακόμα, πως μια απο τις αφορμές της διαμάχης του με τον Γκογκέν ήταν το φαγητό. Ο καλλιτέχνης που αποφάσισε να ζήσει τη ζωή του στην εξωτική Ταϊτή, δεν μπορεί να μην μαγεύεται και απο τον κόσμο της μαγειρικής. Μόλις φτάνει στο σπίτι του Βαν γκόγκ αρχίζει να μαγειρεύει συστηματικά σαν τελετουργία. Εξηγεί στον Βίνσεντ πως δεν μπορείς να είσαι καλλιτέχνης και να μην σ’αρέσει το φαγητό. “Αφού κι αυτό είναι χρώματα και σχήματα” του εξηγούσε “αρώματα και γεύσεις!” Κι ο Βαν γκόγκ όλο και εκνευριζόταν να τον ακούει.
Όταν ο Μιρό φτάνει στο Παρίσι απο την Καταλονία, τα οικονομικά του μόλις που του επιτρέπουν να επιβιώνει. Γράφοντας πολλά χρόνια μετά για εκείνη την εποχή λέει “Συνήθως έτρωγα μερικά αποξηραμένα σύκα την ημέρα. Ήμουν πολύ περήφανος για να ζητήσω απο τους φίλους μου βοήθεια. Κι όμως η πείνα ήταν μια μεγάλη πηγή έμπνευσης. Είχα φτάσει στο σημείο να έχω παραισθήσεις. Καθόμουν για ώρες μέσα στο δωμάτιο μου κοιτάζοντας τους τοίχους και προσπαθώντας να ξεχάσω την πείνα μου. Το δωμάτιο μεταμορφωνόταν σε περίεργα σχήματα που αργότερα εγώ τα σχεδίαζα στο χαρτί.”
Και ποιος δεν ξέρει το διάσημο στιφάδο της drakeplatz από τον Joseph Beuys; Ή τη συνταγή του με την πέστροφα που την αφήνεις κάτω από γλυκό τρεχούμενο νερό για ώρες και μετά τη μαστιγώνεις με κλαδιά δεντρολίβανου; Τις σουρεαλιστικές βραδιές και τα ντανταιστικά δείπνα με τα περίεργα μενού, τα μυθικά δείπνα του Μπέικον στα πανάκριβα εστιατόρια, τα υποσιτισμένα μοντέλα του Schiele ή τα ιμπρεσιονιστικά φαγοπότια του Renoir. Να είναι άραγε εκείνη η αρχέγονη ανάγκη, η εξάρτηση, η αισθητική, το πάθος, το ξύπνημα των αισθήσεων; Ποιος ξέρει. Πάντως μια μικρή, πίσω πόρτα, ενώνει και τα δύο μ’ένα τρόπο περίεργο που εύκολα δικαιολογεί θα έλεγα, έστω και για χάρη αυτού του άρθρου, την ερώτηση στον τίτλο.
Μήπως η Τέχνη περνά από το στομάχι;
Πρωτοδημοσιεύτηκε στην Avant-Garde