Λερώνουν την πόλη μου.
Με τις απαίσιες τεράστιες φάτσες τους.
Γέμισαν τους δρόμους και τις πλατείες. Τώρα πήραν την ύπαιθρο και τους αυτοκινητοδρόμους.
Δεν θ’αφήσουν τίποτα καθαρό.
Θα εκμεταλλευτούν κάθε λεπτό που τους απομένει, κάθε οικόπεδο και κάθε διασταύρωση.
Τους φοβάμαι.
Δεν πιστεύω στα βρώμικα χαμόγελα τους.
Δεν με πείθουν τα εύηχα συνθήματα και οι φτηνές τους ατάκες.
Πίσω τους κρύβουν ψέμα και πονηριά.
Ντυμένοι σαν δικηγόροι, σαν εφοριακοί.
Ελεγκτές της συνείδησης μας.
Σταματώ στα φανάρια, και το ερευνητικό τους βλέμμα με σαρώνει σαν μεγάλος αδερφός. Τους νοιώθω να σκαλίζουν αργά μέσα μου ψάχνοντας το μυαλό μου. Προσπαθώ να δείχνω ήρεμος και αθώος.
Δυσκολεύομαι.
Ιδρώνω και νοιώθω ένοχος.
Ένοχος που δεν καταθέτω τη ψυχή μου ενέχυρο στις πυροτεχνικές τους υποσχέσεις.
Με σώζει γι’ακόμη μια φορά το πράσινο.
Φεύγω βιαστικά , με ανακούφιση. Είμαι ελεύθερος μέχρι τα επόμενα φανάρια.
Οδηγώ κοιτώντας μπροστά.
Είναι παντού.
Τεράστιοι και επιβλητικοί σας δικτάτορες.
Μια μνημειακή προεκλογική ανοησία , που το μόνο πράγμα που καταφέρνει , είναι να διαλύσει και τα τελευταία απομεινάρια εμπιστοσύνης στον δούρειο ίππο του κοινοβουλευτισμού.
Γίνονται γελοίοι.
Θύματα του μάρκετινγκ και των τεχνασμάτων της επικοινωνιολογίας που αγόρασαν.
Καημένα , μικρόψυχα βουλευτάκια.
Εγκλωβισμένα στην απομόνωση της γιγαντοαφίσας.
Ξεγελασμένα από την αποχαύνωση του συστήματος.
Πρόβατα στο κοπάδι που ψάχνουν για πρόβατα.
Με μια ψευδαίσθηση αξιοκρατίας και αξιοπρέπειας στο μαραμένο υφάκι που μάταια γυρεύετε να πουλήσετε.
Σας σιχαίνομαι .
Καθε μέρα και πιο πολύ.