Η τέχνη της δεκαετίας του 90′ με προβλημάτισε. Η τέχνη της πρώτης δεκαετίας του 2000 με απελπίζει. Ίσως επειδή περίμενα να δω μια καινούργια δυναμική να αναπτύσσεται που να είναι σε θέση να μετακινήσει επιτέλους αυτό τον ογκόλιθο της λιμνάζουσας αισθητικής που μας έχει μείνει κληρονομιά από άλλες εποχές.
Τίποτα όμως.
Η ίδια τραγική ταυτολογία της τέχνης. Την ίδια στιγμή που δημιουργείται , αυτοαναιρείται και εκμηδενίζεται. Μια πνευματική αδράνεια που βολεύει μόνο τα παράσιτα και τους πονηρούς.
Και ο καλλιτέχνης πώς επιβιώνει, σκέφτομαι;
Όπως μπορεί.
Με ότι μπορεί.
Κρατάω την αναπνοή μου και καταδύομαι στην άβυσσο της προχειρότητας και στους απύθμενους βυθούς της «εντυπωσιακής» σύγχρονης τέχνης. Νοιώθω ζάλη και σκοτοδίνη. Κάθε φορά πιστεύω πως βρίσκομαι κοντά στο τέλος της καλλιτεχνικής μου ζωής και κάθε φορά κάτι συμβαίνει και συνέρχομαι. Μικροί βράχοι στη μέση των ωκεανών με περιμένουν για να ξεκουραστώ. Σταματώ για λίγο πάνω τους, ανασαίνω καθαρό αέρα, αρχίζω να σκέφτομαι. Για λίγο. Βουτάω και πάλι βαθιά και ελπίζω να βρίσκω πάντα μπροστά μου κάτι που να με σώζει από τον πνευματικό πνιγμό που με απειλεί. .
Κάπως έτσι είδα και την έκθεση του Μπρεσόν στην Ελληνική Τράπεζα.
Πώς αλλιώς.
Ένας μικρός σωτήριος βράχος στη μέση του πουθενά.
Το σίγουρο είναι ότι δεν πήγα για να δω κάτι καινούργιο , αφού όλες τις φωτογραφίες της σειράς των «Ευρωπαίων» τις είχα ξαναδεί. Και οι φωτογραφίες, σε αντίθεση με τα ζωγραφικά έργα, δεν έχουν αυτή την αύρα του αυτούσιου έργου. Μια γνήσια φωτογραφία του Μπρεσόν στην έκθεση, εκπέμπει τα ίδια πράγματα, και δίνει τις ίδιες λύσεις με την ίδια φωτογραφία στο εξώφυλλο ενός περιοδικού.
Πήγα σαν …φόρο τιμής. Σε κάποιον άνθρωπο που κατάφερε να φέρει την τέχνη του αλώβητη και εστιασμένη μέχρι τις μέρες μας (για να χρησιμοποιήσω και ένα φωτογραφικό όρο). Ένα καλλιτέχνη που ενώ είχε πλήρη αίσθηση του χρόνου που περνά και αλλοιώνει τα πράγματα, κράτησε τις αρχές της τέχνης του αναλλοίωτες και τις υπηρέτησε με προσήλωση και ευλάβεια. Η τέχνη του, όπως και ο εξοπλισμός του εξάλλου, απλή. Μιλά απλά χωρίς να επαναλαμβάνεται.
Η καθοριστική στιγμή του Μπρεσόν δεν είναι ούτε τεχνική, ούτε δεξιότητα. Είναι μια ικανότητα αντίληψης του κόσμου. Το έχει πει και ο ίδιος. Το καδραρισμένο θέμα περνά σε δεύτερο πλάνο, αφού όποια φωτογραφία και να κοιτάξεις έχεις πάντα την οπτική γωνία του Μπρεσόν για τον κόσμο. Αν συγκεντρωνόταν στο χέρι, στο διάφραγμα, στο κλίκ, η μαγεία θα διαλυόταν αμέσως. Ο Μπρεσόν λειώνει μέσα σ’αυτό τον κόσμο που ζει. Που ζούμε. Πιάνει τον παλμό, και γίνεται απλά ο ενδιάμεσος κρίκος που θα πατήσει το κουμπί. Λες και ολόκληρο το σύμπαν στήνεται έτοιμο, και τη συγκεκριμένη στιγμή φωνάζει στο φωτογράφο «Τώρα!» Ακόμα και το πόδι της κοπέλας που δεν βλέπουμε, ακόμα και η γόπα του τσιγγάνου που είναι εκτός του καρέ, είναι στη θέση τους και περιμένουν. Η στιγμή του Μπρεσόν είναι μια τομή στο δέρμα του χρόνου. Η κουρτίνα του φακού ανοίγει, και σαν χειρουργικό νυστέρι κόβει τον χρόνο στα δύο. Και από την πληγή του χρόνου φαίνονται πραγματικότητες. Μικρές ανιστόρητες αλήθειες που κουβαλούμε. Κάθε φωτογραφία του Μπρεσόν , είναι κατά κάποιο τρόπο, και ένα πορτρέτο μας. Όπως κανένας άλλος φωτογράφος δεν θα μπορέσει να μας αποθανατίσει.
Μπροστά στα μάτια του η ζωή αποσυντίθεται. Ο 50άρης φακός της Leica γίνεται μια μηχανή που αναλύει τον κόσμο σε σχήματα, όγκους, άξονες. Σκιές και τόνους του γκρίζου. Το θέμα είναι το πρόσχημα , για να αρχίσει να συνθέτει τη δική του ισορροπία. Μια ισορροπία αντίβαρο στην αθλιότητα ενός πολέμου, στη φτώχεια και την εξαθλίωση. Στη ψυχρότητα της εξουσίας ή στην ωμότητα της αστικής ζούγκλας. Η σκιά του κτιρίου γέρνει ναζιάρικα πάνω σε μια παιδική σιλουέτα, και μαζί ευθυγραμμίζονται με το γελοίο καπέλο του χοντρού κυρίου που περνά. Στο μεταξύ η προέκταση του παραθύρου, και η αντανάκλαση ενός δέντρου στη βρεγμένη γη, θα συναντηθούν κρυφά πάνω από τον ορίζοντα. Επίτηδες λίγο πριν από το πόδι της γυμνής άσχημης κοπέλας. Ο Μπρεσόν προτείνει λύσεις. Προσφέρει μια τάξη στο χάος, που λειτουργεί άψογα. Και αυτή την τάξη δεν την έχει δημιουργήσει ο ίδιος. Ούτε έτυχε συμπτωματικά να βρεθεί μπροστά της. Αυτές οι λύσεις συμβαίνουν συνεχώς. Παντού. Γύρω μας. Απλά πρέπει να έχουμε τα μέσα για να τις δούμε.
Γιατί η επιφάνεια παραπλανεί και αποχαυνώνει. Δίνει στα μάτια μας γλυκό να πιπιλίσουν και κρατά τα μάτια της ψυχής μας κλειστά. Μπροστά από κάθε φωτογραφία έχεις πάντα εκείνο το αίσθημα του «…κάτι γίνεται εδώ» .Ακριβώς όπως μπροστά από τους πίνακες του Pierro della Francesca. Μια εικαστική πλεκτάνη που αρχίζει να ξεδιπλώνεται μέσα από βλέμματα και άξονες. Και τελικά αυτό που εκλάβαμε σαν ύφος του καλλιτέχνη, είναι στην πραγματικότητα ένα ήθος και μια στάση ζωής.
Οι Ευρωπαίοι του Μπρεσόν είναι το ολόγραμμα μιας πληγής που ξέρουμε αλλά αποφεύγουμε να δούμε. Που μας φέρνει κάθε στιγμή στο πραγματικό μας ύψος σαν ένα ψιθυριστό memento mori στο αυτί μας. Λές και η Ευρώπη , μέσα από τις φωτογραφίες του μεγαλώνει, ωριμάζει σαν άλμπουμ με τις παιδικές φωτογραφίες ενός ενήλικα. Οι πρώτες πληρωμένες διακοπές, ο Μάης του 68, το διάλειμμα στην όπερα. Παιδική κατασκήνωση στη Ρωσία, ο κουρέας στη Βαρκελώνη και φτωχογειτονιές στο Αμπρούτσο.
Ο Μπρεσόν έμεινε μακριά από εντυπωσιασμούς και «εφετζίδικες» λύσεις παρόλο που κρατούσε στα χέρια του ένα εργαλείο που προσφέρεται για κάτι τέτοιο.
Είδε αυτά που υπήρχαν γύρω του χωρίς να ψάξει ή να «στήσει» άλλα.
Δούλεψε με την τεχνική μέχρι του σημείου να υπηρετήσει καλύτερα την τέχνη του χωρίς επιδεικτικές τάσεις δεξιοτεχνίας.
Ξεκίνησε από τον εαυτό του με σκοπό να απομακρυνθεί όσο το δυνατό περισσότερο από αυτόν και να πλησιάσει όσο γίνεται στην φωτογραφία.
Έψαξε την αλήθεια στα λίγα και απλά γιατί κατάλαβε πως μόνο έτσι σου ανοίγεται ο κόσμος.
Άν μπορούσαν και οι σύγχρονοι καλλιτέχνες να πάρουν έστω κάτι απ’όλα αυτά. Τόσο ,όσο να κρατήσει ακόμα ζωντανή την ελπίδα ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν…