Βγήκε μια ανάσα από το στόμα του σαν να ήθελε κάτι να πεί και μετάνοιωσε. Έμεινε να χάσκει μπροστά στο υπερευαίσθητο μικρόφωνο του απορημένος. Στα χείλη του η πικρή γεύση του τελευταίου τσιγάρου. Το δάχτυλο μετέωρο πάνω από το κουμπί. Ο χρόνος άνοιξε σαν ρόδι που έσκασε, κι από μέσα του φάνηκε ο αναπάντητος του κόσμος. Αυτός που δεν θα πάρει καμιά απάντηση ποτέ.
Η ανάσα του ταξίδεψε στα σύρματα και στα κυκλώματα. Αναρριχήθηκε σε μια κεραία, και εκτοξεύθηκε στον αέρα. Χύθηκε σαν ρεύμα στις γειτονιές, στα σοκάκια. Στους αυτοκινητοδρόμους και στα βρώμικα πάρκα της πόλης. Μπήκε στα σπίτια , στα υπνωτισμένα αυτοκίνητα του σαββατόβραδου, στις βάρδιες , στις σκοπιές. Μια μετανιωμένη ανάσα σταμάτησε έξω απ’όλα τ’αυτιά, απ’όλες τις ψυχές που περίμεναν. Μια ανακωχή στην ερτζιανή μάχη που δίνει κάθε βράδυ. Οι διευθυντές νόμισαν πως τρελάθηκε. Μια στιγμή που φάνηκε αιώνας.
Άρπαξε τις σκέψεις του από τα μαλλιά την τελευταία στιγμή πριν βραχυκυκλώσουν όλα,και είπε : “Συνεχίζουμε τη ραδιοφωνική μας εκπομπή”
Όλοι ανακουφίστηκαν. Κανείς δεν μπορούσε να δεί φυσικά ότι με το στυλό του έκανε ενα κύκλο πάνω από το ωμέγα της λέξης “ραδιοφωνική” μετατρέποντας το σε όμικρον.
“Ραδιοφονική”…. επανέλαβε.
“Ραδιοφονική μοναξιά μου….”