Είναι φορες που νοιωθω οτι θα τα παιξω! Με πιανει κατι σαν κλειστοφοβια και νοιωθω να μην αντεχω αλλο. Ολα! Μου φταινε! Ολοι! Μου φταινε!
Η δουλεια που δεν τελειωνει, τα παιδια, τα δικα μου, του γειτονα, του περαστικου, τα γατια, τα σκυλια, τα αυτοκινητα και τα ποδηλατα! Η ζεστη, η υγρασια, το κρυο, το φως, το σκοταδι… η γυναικα μου και οι γυναικες των αλλων…. η γη που γυριζει και το συμπαν που μοιαζει ακινητο….
Η κριση που ηρθε (ηρθε;), η χλιδη των αλλων, η φτωχια καποιων αλλων….η τροικα, οι προεδροι και οι βασιλιαδες, οι αυλικοι και οι ευγενεις! Ολοι και ολα ειναι στη λιστα με τους κατηγορουμενους.
Νοιωθω να ειμαι στο κεντρο ακριβως μιας φασαριας, μιας ατελειωτης οχλαγωγιας, να προσπαθω να ακουσω τη σκεψη μου και να μην μπορω.
Read More
Και τοτε ξερω. Ειναι ωρα να κανω ενα διαλειμα. Μη φανταστεις τιποτα μεγαλεπηβολο. Μιση μερα. Αντε μια μερα. Καβαλαω την μηχανη και κατεβαινω στην πολη. Καθημερινη κατα τις 9 το πρωι που ολοι εχουν αρχισει δουλεια. Την ωρα που ανοιγουν τα καφενεια. Που τα γκαρσονια ρουφουν με βια το πρωτο φραπε της μερας συντροφια με το πρωτο τσιγαρο πριν ερθει ο πρωτος πελατης.
Καθομαι και παραγγελνω καφε. Διαβαζω εφημεριδα και αφουγκραζομαι την πολη που παιρνει μπροστα. Παρατηρω τους πλασιεδες που παιρνουν προμηθειες στα γυρω μαγαζια.
Τις κυριες που επιστρεφουν απο τη λαικη σερνοντας πισω τους ενα απο αυτα τα αμαξακια με τα τροχακια και την ενσωματωμενη τσαντα για ψωνια.
Σημερα ηταν μια απ’αυτες τις μερες. Μερα διαλειμα. Παρκαρα τη μηχανη στον πεζοδρομο και καθησα στο καφενειο του Συμη. Εβαλα το κρανος διπλα μου, εβγαλα το σημειωματαριο μου και ενα μολυβι και παραγγειλα φραπε. Μισο μισο μετριο.
Στο διπλανο τραπεζι ενας μεσηλικας, φανερα ταλαιπωρημενος απο τη ζεστη . Μπροστα του ενα ποτηρι ζιβανια, ενα ποτηρι νερο, ενα μπωλακι με φυστικια και το αδειο μπουκαλακι της ζιβανιας. Κοιτουσε γυρω και επινε μια γουλια ζιβανια, ενα φυστικι και μια γουλια νερο… Παντα με αυτη τη σειρα. Με ειδε που τον περιεργαζομουν και χαμογελασε.
Ηρθε το φραπε μου. Ο μεσηλικας διπλα εβγαλε ενα πακετο Craven-A, τραβηξε ενα εξω μεχρι το μισο και το απλωσε προς το μερος μου.
“Φιλε! Τσιαρο. Κοπιασε.”
Αρνηθηκα χαμογελοντας ευγενικα (νομιζω).
Συνεχισαμε ο ενας το φραπε, ο αλλος τη ζιβανια ωσπου ξαναγυρισε στο μερος μου.
“Ποθεν εισαι; Δακατω; Χωρα;”
Εγνεψα καταφατικα.
“Εσυ;” Ρωτησα.
“Χωρα. Δακατω”
“Ποτζιει” και εδειξε το Βορρα. Τουρκοκυπριος. “Καμνω καλαθκια τζιε πανερκα. Ετα τζιαμε.” Εδειξε 3 καλαθακια και 2 πανερια στην αρχη των τραπεζιων. Ουτε που τα προσεξα. Χαμογελασα.
“Καμνει χολινταιη; Μια φτομαδα; Θκυο;”
“Οχι” ειπα. “Μονο σημερα.” ξαναχαμογελασα.
Παραξενευτηκε. Γελασε εκπληκτος και αναμεσα στο γελιο ειπε “Εν πειραζει ! Ιντα γουλεια καμνεις;”
“Τραπεζικος.” ειπα και ενοιωσα καπως αμηχανα.
“Μασσιαλλαχ!” ειπε με θαυμασμο. “Πολλα καλα! Τζιε ποσα πιαννει;”
Γελασα.
“Πεντε σιηλιαες;”
Ξαναγελασα. “Μα εννεν δικη μου η τραπεζα!” ειπα.
Σηκωσε το ποτηρι του προς τη μερια μου και ηπιε. Εκανα το ιδιο με το φραπε.
“Εσιει γεναικα;” ρωτησε.
Εγνεψα καταφατικα με χαμογελο ως τα αυτια.
“Ομορφη ρε;” ρωτησε πονηρα.
Ξαναγελασαμε και ξανα υψωσαμε τα ποτηρια.
“Εσιει μωρα;”
“Δκιο κορες” ειπα. “Μιτσια τριων, μεγαλη πεντε.”
“Μασσιαλλαχ! Μπραβο ρε!”
Χαμογελασα. “Εσυ; Γεναικα; Μωρα;”
“Γιος μου τζιε κορη μου αρμαστηκαν τζιε εφυαν. Επιαν Αγγλια.” Εδειξε δεκα δακτυλα. “Ten years.”
Κουνησα το κεφαλι.
“Γεναικα μου επεχανεν. Εσιει χρονια. Εγιω, ο,τι πιαω, τρωω. Πιαννω τζιε καμια γεναικα…” Σινιαλο με το χερι. “Εχω μιαν καμαρη τζιε ππεφτω. No complain. Εσου; Εσιει σπιτι οξα μινησκει μαναν της;”
“Εσιει σπιτι.” Απαντησα.
“Μα ποσων χρονων εσου ρε; Τριαντα; τριαντα δκυο;”
Γελασα. “Σαραντα δκυο!” ειπα.
Με κοιταξε εκπληκτος. “Σημαινει θεος αγαπα εσενα. Εσιει σπιτιν, εσιει ομορφη γεναικα, εσιει μωρα τζιε καλον γουλεια. Σημαινει εν μαλλωνει εσσω. Εν εσιει αρρωσκιαν. Για τουτον εν οπως τριαντα γρονων! Ατε εϊβα!”
“Εϊβα μαστρε!” ειπα και σηκωσα το ποτηρι με το μισο μισο μετριο.
Ηπιε την τελευταια γουλια απο τα δυο ποτηρια και εσβησε το τσιγαρο στο τασακι. Σηκωθηκε σαν τωρα να ξυπνουσε και σκουπισε το ιδρωτα του με ενα μαντηλι.
Χαιρετησε το γκαρσονι στρατιωτικα και ηρθε προς το μερος μου. Απλωσε το χερι για να κανουμε χειραψια. Σηκωθηκα. Σφιξαμε τα χερια. Εσφιγγε αντρικια. Οπως μιλουσε. Οπως καπνιζε.
“Good chance to you.” ειπε.
“Καλες δουλειες!” απαντησα. “Στο καλο.”
Τελειωσα το μισο μισο μετριο και αφησα στο τραπεζι ενα κερμα των δυο.
Πηρα το κρανος και ανεβηκα στη μηχανη.
Κοιταξα το ρολοι. Το διαλειμα ειχε τελειωσει.
Σε μιση ωρα θαταν ολοι στο σπιτι και ολα θα ξαναγυρνουσαν στους ρυθμους τους. Στο δρομο σκεφτομουν το διαλογο μας και ενοιωθα οτι ολα ειχαν πια μπει σε προοπτικη.
Μεχρι το επομενο διαλειμα.