Χρειάζεται τόση προσπάθεια να μην ανησυχείς για το μόνο σίγουρο πράγμα στη ζωή σου, τα μεσάνυχτα όταν ξυπνάς στο σκοτάδι. Στοιβάζονται όλα και σπρώχνονται επίμονα.
Άνθρωποι, αναμνήσεις, πράγματα, σκέψεις.
Τι τα γράφω τώρα;
Λες κι υπάρχει κανένας που δεν ξέρει για τι μιλώ.
Δεν υποφέρω από αυπνίες.
Ευτυχώς.
Απλά κάποια βράδια ξυπνώ και πιάνω το μυαλό μου να τρέχει με χίλια.
“Και πάλι καλά που ξύπνησα” σκέφτομαι. Αλλιώς το πρωί θα είχα πονοκέφαλο πάλι και θα γύρευα τι έφαγα και τι ήπια ψες.
“Λοιπόν θα σου διηγηθώ κάτι για να κοιμηθείς…” λέω από μέσα μου, και αρχίζω να διηγούμαι ιστορίες από τη ζωή μου.
Έχω μερικές καλές που μου αρέσουν πάντα.
Σχεδόν πάντα.
Κάποιες νύχτες είμαι πολύ ιδιότροπος και όλα μου φαίνονται ανούσια και τετριμμένα. Σαν κακομαθημένο, ιδιότροπο παιδί.
Κι έτσι αρχίζω να μου διηγούμαι φανταστικές ιστορίες. Τις φτιάχνω στην πορεία αλλά τις αφηγούμαι με τρομερή φυσικότητα σαν να τις έζησα. Υπάρχουν και εκείνες που έφτιαξα στο μυαλό μου κάποτε, και από τότε τις χρησιμοποιώ εφεδρικά. Στην πορεία τις έχω εμπλουτίσει και τις έχω βελτιώσει αφάνταστα.
Πόσο με ηρεμεί.
Ποτέ μου δεν κατάφερα να τελειώσω μια ιστορία. Πάντα κάπου στη μέση κοιμάμαι.
Με λίγα λόγια.
Είμαι ο αγαπημένος μου παραμυθάς.