Καλοκαιριάζει. Καλώς ή κακώς, είμαστε ένας τουριστικός προορισμός. Κρατιόμαστε δηλαδή να παραμείνουμε στο παιχνίδι γιατί ως συνήθως, μόλις πετύχουμε κάτι, νομίζουμε ότι βρήκαμε τη χήνα με τα χρυσά αυγά. Παραιτούμαστε από κάθε προσπάθεια βελτίωσης, καταναλώνουμε αχόρταγα τους καρπούς των εφήμερων επιτυχιών μας και συμπεριφερόμαστε λες και υπογράψαμε αιώνιο συμβόλαιο με τον εύκολο πλούτο. Κάπου εκεί φυσικά την πατάμε.
Οι πρόσφατες προσπάθειες των τουριστικών μας περιοχών να αναβαθμίσουν την ποιότητα του τουρισμού τους, δίνει ακόμα μια παράταση, ίσως και την τελευταία, σ’αυτό τον τόπο που δεν μαθαίνει ποτέ. Υπάρχουν όμως κάποιοι που πεισματικά έχουν βαλθεί να πλήξουν ανεπανόρθωτα αυτή την εικόνα. Δεν είναι ούτε τα κεφάλαια που μας λείπουν ούτε τα μέσα. Μας χρειάζεται επειγόντως κάτι πολύ πιο ουσιαστικό. Η αισθητική. Η αγάπη για το ωραίο. Που όταν δεν την έχεις ούτε να την αγοράσεις μπορείς (άμεσα τουλάχιστον) ούτε να την κρύψεις.
Οι παραθαλάσσιες αλάνες γεμίζουν μπάζα και παλιοσιδερικά ανάμεσα στα αγριόχορτα και οι δήθεν ποδηλατοδρόμοι (αυτοί μας μάραναν) μοιάζουν βομβαρδισμένα σοκάκια. Ερειπωμένα ξενοδοχεία, αυτοσχέδιες προσφυγικές παράγκες σε ρόλο καντίνων, λιμνάζοντα νερά σε παραλίες και επικίνδυνες οικοδομές δίπλα από απλώστρες και ομπρέλες.
Άσχημος δεν είναι μόνο αυτός που τα δημιουργεί και τα ανέχεται όλ’ αυτά. Είναι και εκείνος που χρεώνει στον τουρίστα (και στον Κύπριο φυσικά) 3 ευρώ για κυπριακό καφέ και 9 ευρώ για μια ομελέτα ή για ένα σουβλάκι τόσο σκληρό που λέγεται πως η Pirelli του ζήτησε τη συνταγή. Τι γυρεύουν στην “πρωτεύουσα” της πατάτας οι προτηγανισμένες πατάτες σε σκόνη; Τι γυρεύει το βραστό κουνουπίδι και το μπιζέλι με το οφτό κλέφτικο; Ποιο σύμπλεγμα κατωτερότητας γέμισε τα βενζινάδικα και τους φούρνους της γειτονιάς με sushi;
Γιατί θέλουμε να ήμαστε άλλοι;
Ποιου άλλου τόπου θέλει να μοιάσει αυτό ο τόπος τελικά και προσπαθώντας το ασχημίζει;