Το σαρίν είναι μια οργανική ένωση φωσφόρου. Ένα άχρωμο και άοσμο υγρό που χρησιμοποιείται ως χημικό όπλο εξαιτίας της δράσης του ως νευροτοξικού παράγοντα. Προσβάλλει το νευρικό σύστημα, δηλαδή σταματά την ενεργοποίηση των νεύρων των μυών και ο θάνατος συνήθως προκύπτει ως αποτέλεσμα της ασφυξίας λόγω της αδυναμίας των μυών που εμπλέκονται στην αναπνοή να λειτουργήσουν.
Η ονομασία του (sarin) είναι ουσιαστικά ένα ακρωνύμιο, καθώς σχηματίζεται από γράμματα των επιθέτων των επιστημόνων που το παρασκεύασαν: Schrader, Ambros, Rόdiger και Van der Linde.
Εφευρέθηκε το 1938 στο Βούπερταλ της Γερμανίας, από επιστήμονες της IG Farben σε μια προσπάθεια να κατασκευαστούν ισχυρά εντομοκτόνα. Στα μέσα του 1939, παραγγέλθηκε για
μαζική παραγωγή για χρήση του σε πόλεμο. Κατασκευάστηκαν κάποιες πιλοτικές εγκαταστάσεις για την παρασκευή του, και μέχρι το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου κατασκευάστηκε μια μονάδα μεγάλης παραγωγής. Αν και το σαρίν τοποθετήθηκε σε κεφαλές πυραύλων, δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ εναντίον των συμμάχων.
Το σαρίν έχει υψηλή πτητικότητα (ευκολία με την οποία ένα υγρό μπορεί να μετατραπεί σε αέριο) σε σχέση με παρόμοιους νευροτοξικούς παράγοντες, και ως εκ τούτου η εισπνοή του είναι πάρα πολύ επικίνδυνη. Τα ρούχα ενός ατόμου απελευθερώνουν σαρίν για περίπου 30 λεπτά μετά την επαφή με το αέριο, το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε έκθεση και άλλων ανθρώπων. Οι άνθρωποι που απορροφούν μη θανατηφόρο δόση, αλλά δεν λαμβάνουν αμέσως κατάλληλη ιατρική θεραπεία μπορεί να υποφέρουν από μόνιμες νευρολογικές βλάβες.
Το σαρίν εκτιμάται ότι είναι πάνω από 500 φορές πιο τοξικό από το κυάνιο και διασπείρεται γρήγορα στον αέρα και το νερό. 50 mg της ουσίας είναι αρκετά για να προκαλέσουν θάνατο από ασφυξία μέσα σε 10 λεπτά. Τα συμπτώματα της μόλυνσης είναι βήχας, δύσπνοια, ναυτία, μυϊκή αδυναμία, παράλυση, ανεξέλεγκτη ούρηση και αφόδευση, εμετός, σπασμοί και τελικά καρδιακή προσβολή.
Το σαρίν ήταν ανάμεσα στα χημικά όπλα που χρησιμοποιήθηκαν από τον Σαντάμ Χουσείν για την επίθεση στην κουρδική πόλη Χαλάπτζα στο Ιράκ τον Μάρτιο του 1988. Υπολογίζεται ότι 5.000 άτομα έχασαν τη ζωή τους.
Η ιαπωνική θρησκευτική σέχτα Aum Shinrikyo χρησιμοποίησε το ακάθαρτο σαρίν δύο φορές. Το 1994 στην πόλη Ματσουμότο, με αποτέλεσμα το θάνατο 8 ανθρώπων και τις 20 Μαρτίου 1995 στο Μετρό του Τόκυο, με 13 θανάτους.
Κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, Αμερικανοί και Ρώσοι παρασκεύασαν σαρίν σε σημαντικές ποσότητες.
Το 1991, ο ΟΗΕ απαγόρευσε την παραγωγή, χρήση και πώληση όπλων μαζικής καταστροφής
Το 1993 έλαβε χώρα η Διεθνής Συνθήκη Απαγόρευσης Χημικών Όπλων, την οποία υπέγραψαν 162 χώρες – μέλη του Οργανισμού. Το Ισραήλ και η Μιανμάρ υπέγραψαν, ωστόσο δεν την επικύρωσαν ποτέ. Έξι χώρες δεν υπέγραψαν: Η Ανγκόλα, η Βόρεια Κορέα, το Νότιο Σουδάν, η Αίγυπτος, η Σομαλία και η Συρία.