Πρέπει να ήμουν 13 χρονών εκείνο το καλοκαίρι όταν πήγα με τους γονείς μου διακοπές στην Αυστρία. Μια συνηθισμένη οργανωμένη εκδρομή με γκρουπ, λεωφορεία, ξεναγήσεις κλπ. Περπατούσαμε στους δρόμους του Σάλσμπουρκ κι εγώ χάζευα απορροφημένος γύρω μου όταν ξαφνικά το υπόλοιπο γκρούπ, που βρισκόταν λίγα μέτρα πιο μπροστά μου , σταμάτησε και μαζεύτηκε σαν μελίσσι γύρω από κάτι.
Τους έβλεπα να γελούν και να μιλούν και προσπαθούσα να καταλάβω τί ήταν εκείνο που τους τράβηξε την προσοχή. Το κεφάλι της μητέρας μου ξεπρόβαλε από την ομάδα, με γύρεψε με μια γρήγορη ματιά , κι όταν με βρήκε , μου φώναξε ανυπόμονα. “Βασίλη γρήγορα! Έλα να δείς!” Έτρεξα και τρύπωσα δίπλα της. Ένας ζωγράφος καθόταν στο κέντρο και ζωγράφιζε στο καβαλέτο του. Ένας ζωγράφους σαν αυτούς που έβλεπα στα έργα. Με τη γενειάδα του, με τον μπερέ του. Με μια μεγάλη πολύχρωμη παλέτα σαν πιατέλα και πολλά πινέλα. Μερικοί απόρησαν όταν τον άκουσαν να μιλά με τους υπόλοιπους Ελληνικά. Εκείνος εξήγησε ότι έζησε κάποια χρόνια στην Ελλάδα. Δυστυχώς είχε περάσει πολύς καιρός και είχε αρχίσει να τα ξεχνά. Κάποιοι μιλούσαν μαζί του ,άλλοι χάζευαν τον πίνακα κάνοντας παρατηρήσεις. Εγώ απλά τον κοίταζα. Η εικόνα του είχε συγκεντρώσει στο μυαλό μου όλες τις ανάγκες για μύθους που κουβαλούν μαζί τους όλα τα παιδιά. Τον έβλεπα και σκεφτόμουν “Ένας ζωγράφος. Ένας πραγματικός ζωγράφος” Το γκρούπ τον αποχαιρέτησε και συνέχισε να περπατά. Εγώ έμεινα να τον κοιτάζω. Συνέχισε κι αυτός ήρεμος τη δουλειά του. Μάζεψα όσο θάρρος χρειαζόταν και ρώτησα “Έτσι ζωγραφίζεις όλη μέρα; Έτσι ζεις;” Μάλλον εκείνο με προβλημάτιζε περισσότερο τη συγκεκριμένη στιγμή. “Ναί” μου απάντησε. “Το καλοκαίρι ζωγραφίζω όλη μέρα. Έτσι όπως με βλέπεις” Εκείνο το “καλοκαίρι…” που είπε με έβαλε αμέσως σε σκέψεις. “Λες να δουλεύει και κάπου αλλού. Λες το Χειμώνα να τα παρατά όλα και να γίνεται δημόσιος υπάλληλος;” Ένοιωθα τον μύθο του ζωγράφου να καταρρέει. Έπρεπε να κάνω κάτι πριν με συνθλίψει η απογοήτευση. Σε μια τελευταία προσπάθεια να σώσω αυτό που είχα στο μυαλό μου , ρώτησα ξανά. “Και το Χειμώνα;” Με κοίταξε ήρεμα, χαμογέλασε , και πρόσθεσε αργά με σπασμένα Ελληνικά. “Ε το Χειμώνα, λίγο κρασί, λίγο φεγγάρι…..και λίγη αγάπη. Κατάλαβες;”
“Κατάλαβα” του είπα κι εγώ χαμογελώντας. Σχεδόν ταυτόχρονα άκουσα και πάλι τη Μητέρα μου να με φωνάζει. Τον αποχαιρέτησα και έφυγα. Είχα πάρει αυτό που ζητούσα. Την επιβεβαίωση ότι το όνειρο υπάρχει κι ότι σ’αυτό το όνειρο είχα κι εγώ δικαίωμα. Αυτή την τυχαία συνάντηση την θυμάμαι πάντα. Όταν πέρασα στην εφηβεία, μου φαινόταν υπερβολικά ρομαντική η απάντηση του .Εδώ στο χείλος των 40 όμως, βλέπω ότι τον πλησιάζω αργά και σταθερά. Η τροχιά μου θα με φέρει μια μέρα στη θέση του. Δεν το συνειδητοποιώ. Προς το παρόν το ελπίζω δειλά. Τα καλοκαίρια μου να ζωγραφίζω, και τους χειμώνες μου να αρκούμαι σε λίγο κρασί, λίγο φεγγάρι και λίγη αγάπη. Λες και γεννήθηκα γι να’χω τόσα. Ή όχι;
Τα “Μικρά ραδιοφωνικά”. Πρόκειται για σύντομα κείμενα που δημοσιεύονται στα skorpialogia και διαβάζονται ζωντανά απο το ραδιόφωνο κάθε Σάββατο βράδυ 8:00-10:00 απο την εκπομπή “Τάσεις και Φάσεις “του Δημήτρη Κωνσταντόπουλου στους 107,6 “Άλλος αέρας στα FM”