Ο τίτλος αυτού του κειμένου θα μπορούσε να ήταν «Γιατί είναι δύσκολο να μιλά κανείς για τον Joseph Beuys σήμερα» Και ο λόγος θα ήταν απλός. Γιατί πλέον θεωρείται ξεπερασμένος και ντεμοντέ.
Οι αναφορές σε καλλιτέχνες της περιόδου 60′-80′ θεωρούνται από πολλούς μεταμοντέρνους ως ξεπερασμένη υπόθεση που καμία ουσιαστική σχέση δεν έχει με το σύγχρονο καλλιτεχνικό γίγνεσθαι. Εγώ όμως, που ωρίμασα καλλιτεχνικά σε ένα χώρο που ανέκαθεν πρωτοπορούσε σ’αυτό τον τομέα, έχοντας πάντα σαν πυξίδα την ιστορία και το παρελθόν, που γνώρισα από κοντά το έργο του Beuys και τους ανθρώπους που βρίσκονταν κοντά του σε όλη του τη ζωή, δεν μπορώ παρά να αντιλαμβάνομαι το έργο του σαν ένα απαραίτητο εφόδιο στη πορεία της τέχνης σήμερα , και τον ίδιο σαν ένα από τους πυλώνες πάνω στους οποίους στηρίχτηκε αυτό που ονομάζουμε σύγχρονη τέχνη. Θα έλεγα αυτό που είχε πεί σε μια συνέντευξη του ο Τσόκλης αναφερόμενος στον Κουνέλλη : «…είναι ένας μεγάλος καλλιτέχνης γιατί έχει δημιουργήσει ένα αισθητικό λεξιλόγιο του οποίου το μεγαλύτερο μέρος ακόμα μπορεί να εξερευνηθεί και να χρησιμοποιηθεί» Αντίστοιχα , το αισθητικό λεξιλόγιο του Beuys, πολλές φορές δίνει την εντύπωση πως πέρασε μέσα από την μεταπολεμική Ευρώπη και τις αναταράξεις του 60, αλώβητο, φτάνοντας ως εμάς έχοντας ακόμα συσσωρεμένο το μεγαλύτερο μέρος της έντασης του.Ανέκαθεν όμως ήταν δύσκολο , έως και επικίνδυνο, να μιλά κανείς για τον Beuys. Και οι κυριότεροι λόγοι είναι κατά τη γνώμη μου οι εξής:
1) Ήταν ένας καλλιτέχνης που κινήθηκε στα όρια .
Εδώ φυσικά τίθεται το ερώτημα των ορίων της τέχνης. Αν υπάρχουν, εάν αλλάζουν και ποια είναι. Αν δεχτούμε ότι τα όρια στην τέχνη υπάρχουν αλλά είναι ατελείωτα, τότε ο Beuys ήταν κάποιος που σε όλη του τη ζωή κινήθηκε ακριβώς πάνω στα όρια, όποια και αν ήταν αυτά. Το έκανε με τόση ακρίβεια και συνέπεια ώστε όποιος βρισκόταν μακριά από τον ίδιο και το έργο του, μπορούσε πολύ εύκολα να πιστέψει ότι αυτός ο καλλιτέχνης κινείται εκτός του χώρου που ονομάζεται τέχνη. Για να διακρίνεις τη θέση του έργου του , πρέπει ακόμα και σήμερα, να προχωρήσεις μόνος και να πλησιάσεις με δική σου ευθύνη για να εξακριβώσεις ιδίοις όμασι τη σημασία του έργου του. Γι αυτό συχνά ο Beuys κατηγορήθηκε ως τσαρλατάνος, ηθοποιός, ταχυδακτυλουργός, κομπογιαννίτης κλπ.
2) Τα έργα του δεν είναι σε θέση να τον προστατέψουν.
Τις περισσότερες φορές οι καλλιτέχνες αναπτύσσουν με τα έργα τους μια σχέση που θυμίζει πολύ τη σχέση γονιού-παιδιού. Ενώ δηλαδή γνωρίζουν ότι το έργο μόλις «γεννηθεί» κόβει τον ομφάλιο λώρο με τον καλλιτέχνη που το γέννησε και ανήκει πια στην κοινωνία, καταβάθος θεωρούν πάντα τα έργα τους ιδιοκτησία τους. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα , οι περισσότεροι καλλιτέχνες να απολαμβάνουν την αίγλη και τη «φήμη» των έργων τους και αρκετές φορές να κρύβονται και πίσω τους. Θα μπορούσα , για παράδειγμα, να αμφισβητώ τον Πικάσσο ως καλλιτέχνη και ως άνθρωπο , τη σημασία του ή τις πραγματικές του προθέσεις στην τέχνη. Μπροστά όμως στις «δεσποινίδες της Αβινιόν» ή στην «γκουέρνικα» σηκώνω τα χέρια. Αναγνωρίζω τη θέση που η ίδια η ιστορία της τέχνης τους έχει δώσει μέσα από το χρόνο και αφοπλίζομαι μπροστά τους. Δεν μπορώ πια να αμφισβητήσω ούτε αυτά ούτε και τον δημιουργό τους ο οποίος φρόντισε σιωπηλά να διατηρεί μια σχέση μαζί τους Αυτό εννοώ λέγοντας ότι τα έργα προστατεύουν τον δημιουργό τους. Για τον Beuys λοιπόν που ποτέ δεν θεώρησε «δικά του» τα έργα του, που θεωρούσε πραγματικό δημιουργό τη κοινωνία που τα γέννησε και τον εαυτό του σαν απλό ενδιάμεσο φίλτρο, τότε τα πράγματα αλλάζουν. Τα έργα του υπάρχουν μόνο αν εμείς τα δούμε σαν τέτοια. Μόλις τα αμφισβητήσουμε καταρρέουν σαν χάρτινοι πύργοι. Η ιστορία τα δικαίωσε στα μάτια εκείνων που τα πίστεψαν. Όχι μόνο ο καλλιτέχνης δεν είναι σε θέση να τα προστατέψει αλλά ούτε και αυτά τα ίδια δεν είναι σε θέση να προστατέψουν τον δημιουργό τους. Μια υγιείς αλλά τραγική , κατά τα άλλα, σχέση έργου-δημιουργού που στηρίζεται στην καλή θέληση του θεατή-δέκτη και της κοινωνίας γενικότερα.
3) Δεν υπάρχει διαχωριστική γραμμή μεταξύ του έργου και της ζωής του.
Ο Beuys ανήκει στην ομάδα εκείνη των καλλιτεχνών για τους οποίους η διαχωρισμός έργο-ζωή δεν έχει λόγο να υπάρχει. Πρόκειται για καλλιτέχνες οι οποίοι χρησιμοποιούν τις ίδιες αισθητικές αξίες στη ζωή και στο έργο τους. Ζουν μια ζωή σαν έργο τέχνης και φτιάχνουν ένα έργο τέχνης σαν ζωή. Αυτό δημιουργεί σύγχυση στους θεατές που δεν ξέρουν τι να κοιτάξουν. Ακόμα δίνει αφορμή στους καχύποπτους να αμφισβητούν κάποια έργα ή και την πρόθεση του ίδιου του καλλιτέχνη. Είμαι σίγουρος ότι για τον Beuys μια συνταγή για πέστροφα, μια μπάλα από ζωικό λίπος και το μαχαίρι που έφτιαξε για να κρατά όταν πήγε στις Σευχέλλες, θα μπορούσαν όλα να θεωρηθούν έργα τέχνης , από την οπτική γωνία που έβλεπε την τέχνη. Είμαι σίγουρος ότι έδωσε σε όλα την ίδια σημασία και τις ίδιες αξίες όταν τα έφτιαχνε. Όταν όμως τα βλέπω να εκθέτονται δίπλα δίπλα σε μια γκαλερί τότε αρχίζω να κλονίζομαι.