Όλο το σχέδιο έμοιαζε να ξεκινά πίσω από το μικρό αυτί. Μια μυτερή καμπύλη γραμμή που μόλις ξεχώριζε ανάμεσα στα βρεγμένα, ολόμαυρα μαλλιά και πλάταινε αρμονικά καθώς προχωρούσε. Μέχρι να φτάσει στο μέσο του λαιμού, κάτω από τη σιαγόνα, έσπαζε σε δυο, τρία μέρη που μπλέκονταν κι αυτά με τη σειρά τους σε μικρά, γραμμικά, διακοσμητικά μοτίβα. Καμία λεπτομέρεια, καμία αναπαράσταση. Ένα παιχνιδιάρικο μπέρδεμα γραμμών σαν ίχνος που άφησε πίσω του ένα αόρατο δάχτυλο ακολουθώντας τις δροσερές σταγόνες του νερού που κατηφόριζαν προς το λαιμό.
Εκεί, στη βάση του λαιμού, μια απ’ αυτές τις γραμμές, απομακρύνθηκε από τις υπόλοιπες και σκαρφάλωσε πάνω στον ώμο με λαχούρια και λεπτές μύτες σαν κληματίδες. Έδωσε δυο φορές γύρω το ολόασπρο, ντελικάτο μπράτσο και άρχισε να γράφει περήφανα μια λέξη. Τα γράμματα που γεννιόντουσαν μέσα από τις διακοσμητικές γραμμούλες, μεταμορφώνονταν απότομα σε κάποια αυστηρή, γοτθική καλλιγραφία δημιουργώντας μια έντονη αντίθεση. Λες και η λέξη βρισκόταν εκεί από παλιά ώσπου οι καταλήξεις των γραμμάτων μεγάλωσαν και την τύλιξαν από παντού. Σαν μικρό καλλωπιστικό αναρριχητικό που αθώα και ανεπαίσθητα τυλίγεται με τον καιρό απειλητικά πάνω στα κάγκελα της βεράντας. Θα άφηνε τα μάτια του κανείς εκεί πάνω για ώρα πολλή προσπαθώντας να διακρίνει τι γράφει. Η αρχική γραμμούλα όμως είχε άλλες προθέσεις. Βγήκε από το στριφογύρισμα της απαλά, ίσιωσε και κατηφόρισε. Κι εκεί, στο εσωτερικό του αγκώνα, φούσκωσε σαν μπαλονάκι και έφτιαξε μια μικρή, κόκκινη καρδούλα, χαριτωμένη, αστραφτερή σχεδόν παιδική. Τόσο που σου δημιουργούσε υποψίες, σαν καλοκαιρινός έρωτας. Σίγουρα το χειμώνα θα μαραινόταν και θα ξεθώριαζε. Από το κάτω μέρος της συνέχιζε μια λεπτή κόκκινη λωρίδα που διακλαδωνόταν περίεργα, ανοίγοντας σε άλλες μικρές λεπτές, κόκκινες γραμμές που ακολουθούσαν τελικά το σχέδιο των φλεβών κάτω από το δέρμα. Μια ανατριχιαστική αλλά ελκυστική αποτύπωση του κόσμου που ζούσε κάτω από το δέρμα της. Έφτανε μέχρι τον καρπό και έδειχνε με ακρίβεια που βρίσκονται οι τένοντες, οι αρθρώσεις, και τελείωνε στα σκελετωμένα δάχτυλα πάνω από τα νύχια.
Εν τω μεταξύ, το μοτίβο στο λαιμό απλωνόταν λαίμαργα πάνω στο φουσκωμένο εφηβικό στήθος. Ένα μεγάλο, μαύρο τριαντάφυλλο, άνοιγε στα αριστερά με τα κλαδιά του να κινούνται σαν αγκαθωτά πλοκάμια χταποδιού ενώ μικρά γεωμετρικά σχήμα άρχισαν να γεννιούνται δίπλα του και να φεύγουν προς όλες τις κατευθύνσεις. Τύλιγαν το γυμνό στήθος απαλά και το έντυναν με μαύρα προοπτικά σχήματα που χάνονταν πίσω στην πλάτη. Όσο προχωρούσαν προς τη κοιλιά, οι παραμορφωμένες ψηφίδες αποκτούσαν σιγά-σιγά χρώμα. Έφερναν μαζί τους αποσπάσματα από εικόνες που σμίγοντας δημιουργούσαν ολόκληρες σκηνές πάνω στους λευκούς τεντωμένους γοφούς. Φιδίσιοι δράκοι ξερνούσαν μακριές πύρινες γλώσσες πάνω από τα κεφάλια των πολεμιστών. Καλλιγραφικοί σαμουράι πρότασσαν το σπαθί τους απειλητικά την ώρα που αέρινες γυναικείες φιγούρες, σαν γοργόνες ή σαν ξωτικά, γύριζαν ανάμεσα στα ενωμένα σκέλια. Λες κι ο Θάνατος συνάντησε ξαφνικά τον δίδυμο του αδελφό, τον Έρωτα, και ένα θεϊκό χέρι αποτύπωσε σ’αυτό το κορμί τη μαγική στιγμή της αναγνώρισης.
Κάτω από τα γόνατα ανέβαιναν κομμάτια γαλάζιο σαν δεκάδες μικρά παράθυρα θάλασσας με στυλιζαρισμένα κυματάκια που όσο προχωρούσαν προς τα κάτω γινόντουσαν σκούρα και μετά μαύρα. Γύρω από τους κομψούς αστραγάλους ενώνονταν όλα σε ένα αυστηρό μαύρο δαχτυλίδι που έσφιγγε τα πόδια ακριβώς πάνω από τα πέλματα. Από κάτω ξεκινούσαν και πάλι εκείνες οι μικρές, απειλητικές μαύρες κληματίδες που κατέβαιναν αργά με φιδίσιες κινήσεις μέχρι τα πορσελάνινα νύχια των ποδιών.
Όλα τελείωναν περίπου όπως άρχισαν. Ανυποψίαστες γραμμούλες που μέσα τους κρύβουν εκρηκτικούς κόσμους και σκοτεινές πτυχές ενός φονικού υποσυνειδήτου. Φόβοι και πάθη ξετυλίγονται στην επιφάνεια ενός αθώου εφηβικού κορμιού. Λες κι αυτές οι εικόνες, υπήρχαν πάντα και κρύβονταν σιωπηλά κάτω από το απαλό, λευκό δέρμα. Κανείς δεν τις ζωγράφισε. Κανένα χέρι δεν έχυσε το μελάνι του πάνω σ’αυτό το σώμα. Όλα αναδύθηκαν στην επιφάνεια σαν προφητικά στίγματα, σαν αλήθεια που δεν μπορεί να μείνει κρυφή. Τα μέσα γύρισαν έξω και στεγνώνουν σαν αμαρτίες στον ήλιο. Αυτό το κορμί γίνεται καθρέφτης. Όποιος το κοιτάξει κοιτάζει μέσα του. Βλέπει την ιστορία του να παίζει σαν όνειρο στο πανί. Σ’ ένα άλλο σώμα, σ’ ένα ξένο σώμα.
Τι έκανε αυτά τα σχέδια να διαλέξουν αυτό το κορμί. Σε ποιες καμπύλες του, σε ποιες κοιλότητες του μαγεύτηκαν τα σχήματα και οι λέξεις. Τι είδαν οι γοργόνες και οι θάλασσες και είπαν “εδώ ανήκω”; Από πού ξεκίνησαν εκείνα τα τετράγωνα και αποτυπώθηκαν εγκαυστικά πίσω από τα γόνατα ή πάνω από τον ομφαλό; Ποιος διάλεξε ποιόν τελικά;
Είναι το σχέδιο που μαραζώνει και χάνεται μακριά από το κορμί. Ξεθωριάζουν τα χρώματα του και σβήνονται. Χρειάζεται οπωσδήποτε αυτό το σώμα για να υπάρξει. Ένα γλυκό, σχεδόν κοριτσίστικο κορμί, βορά στον Μινώταυρο του μελανιού. Θυσιάζεται τελετουργικά στο βωμό ενός στίγματος για να προσφέρει τη λευκή του επιφάνεια στο αιώνιο σχέδιο. Μόνο έτσι υπάρχει.
Κι όταν τα σώματα γεράσουν, τα στίγματα γερνούν μαζί τους και μεταναστεύουν. Σε καινούργια κορμιά, σε φρέσκα βελούδινα δέρματα. Μένουν μόνο τα ίχνη τους, οι αναμνήσεις τους, οι ψίθυροί τους να θυμίζουν.
Εκατομμύρια άνθρωποι προσφέρουν το δέρμα τους στη Εικόνα. Για να γράψει, να διηγηθεί την ιστορία της. Από της καρδιούλες των ερωτευμένων, τις άγκυρες και τις γοργόνες των ναυτικών, μέχρι τους Γιαπωνέζικους δράκους και τις γεωμετρικές διακοσμήσεις των πρωτόγονων φυλών. Όλα αναπόσπαστα κομμάτια τις Ιστορίας της Εικόνας ή της Εικόνας της Ιστορίας.
Πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Avant-Garde