Mπορεί τα μεγάλα κινήματα περασμένων εποχών να λείπουν, αλλά ο ευρωπαϊκός κινηματογράφος εξακολουθεί να παράγει έργο σημαντικό, κυρίως εστιάζοντας σε μικρές, ανθρώπινες ιστορίες.
Η Γηραιά Ηπειρος όχι μόνο συνεχίζει να τροφοδοτεί το κινηματογραφόφιλο κοινό με δικά της «προϊόντα» αλλά και το κάνει με μεγαλύτερη όρεξη από κάθε άλλη περίοδο. Μπορεί τα μεγάλα κινήματα περασμένων εποχών να λείπουν («νέο κύμα», ιταλικός νεορεαλισμός, free cinema), μπορεί οι μεγάλες προσωπικότητες του κινηματογράφου να μετριούνται πλέον στα δάχτυλα και μπορεί η έννοια του ευρωπαϊκού κινηματογράφου σε πολλές περιπτώσεις να υποφέρει από την επιδημία της τηλεόρασης ή της μιμητικής του Χόλιγουντ (o Λυκ Μπεσόν είναι ένα κλασικό παράδειγμα). Ο ευρωπαϊκός κινηματογράφος όμως στέκεται σταθερά στο ύψος του και όχι μόνο ως εναλλακτική πρόταση απέναντι στον αμερικανικό.
Διαφορές και αντιθέσεις Με την προϋπόθεση ότι ένα κινηματογραφικό έργο φέρει κατά βάση την καλλιτεχνική σφραγίδα των ανθρώπων που το έχουν δημιουργήσει και όχι ενός κράτους, είναι ίσως γενικότητα το να μιλάει κανείς για μια «ευρωπαϊκή» ταινία. Το ίδιο άλλωστε ισχύει για την «αμερικανική», την «αφρικανική» και την «ασιατική» ταινία. Η περιοριστική έκφραση «ευρωπαϊκός κινηματογράφος» αντλεί πραγματικότητες με μεγάλες διαφορές και αντιθέσεις, όσο μεγάλες διαφορές και αντιθέσεις έχουν ανάμεσά τους ο γαλλικός, ο ιταλικός, ο ισπανικός και ο σουηδικός κινηματογράφος, ή ο Μάικ Λι με τον Αλμοδόβαρ, ο Πατρίς Σερό με τον Εμίρ Κουστουρίτσα – όλοι τους ευρωπαίοι σκηνοθέτες. Ωστόσο οι ταινίες από διαφορετικούς πολιτιστικούς κύκλους έχουν έντονες διαφορές στη γλώσσα, στη θεματολογία και στην τεχνική, επομένως η αντιπαράθεση του «ευρωπαϊκού στυλ» και της «χολιγουντιανής ταινίας» ισχύει. Στο δοκίμιό του για την ταυτότητα του ευρωπαϊκού κινηματογράφου ο Σερζ Ρεγκούρντ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών Ερευνών της Τουλούζης, κάνει μια πολύ εύστοχη επισήμανση: «Σαν από μια μηχανική αντίδραση στην αντίληψη του αμερικανικού κινηματογραφικού entertainment, ο ευρωπαϊκός κινηματογράφος μπορεί και διεκδικεί την πολιτισμική συνοχή και νομιμότητά του. Μακριά από τα μεγάλα μηχανοστάσια της χολιγουντιανής βιομηχανίας, ένα απλό “προσωπικό ημερολόγιο” μπορεί να τροφοδοτήσει την κινηματογραφική αίσθηση». Και όπως καλά γνωρίζουμε, οι μικρές, ανθρώπινες ιστορίες ταιριάζουν με την ευρωπαϊκή σκέψη που ενίοτε κάνει θαύματα στην κινηματογραφική αποκρυστάλλωσή της. Αρκεί να θυμηθούμε πρόσφατες περιπτώσεις, όπως τα «Παιδιά της χορωδίας» του Γάλλου Κριστόφ Μπαρατιέρ, το «Goodbye Lenin!» του Γερμανού Βόλφγκανγκ Μπέκερ και τον «Ανθρωπο χωρίς παρελθόν» του Φινλανδού Ακι Καουρισμάκι.
Η διατήρηση της ταυτότητας Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται στην Ευρώπη η ανάπτυξη μιας κινηματογραφικής κοινότητας πολύ πιο συγκροτημένης συγκριτικά με παλαιότερες εποχές. Θαρρείς ότι υπάρχει μια κοινή παραδοχή ότι ο μόνος τρόπος διαφοροποίησης της Ευρώπης από το Χόλιγουντ είναι η διατήρηση της ταυτότητας μέσω της αυθεντικότητας, της καινοτομίας και της αντίστασης στους κανόνες της αγοράς που επιβάλλει το αμερικανικό κινηματογραφικό σύστημα. Την ίδια ώρα οι ευρωπαίοι σκηνοθέτες «ανοίγουν διάλογο» μεταξύ τους, είτε μέσω των συμπαραγωγών που και για οικονομικούς λόγους έχουν αναπτυχθεί σε μεγάλο βαθμό (ο «Ολιβερ Τουίστ» του Ρόμαν Πολάνσκι, για παράδειγμα, ήταν μια συμπαραγωγή Βρετανίας, Τσεχίας, Ιταλίας, Γαλλίας και χωρίς αμερικανικά κεφάλαια) είτε μέσω του κοινού προβληματισμού. Ο πολιτικός κινηματογράφος είναι ένα φαινόμενο που σαφώς κερδίζει έδαφος στην Ευρώπη με ταινίες που δεν παραμένουν στα κλειστά σύνορα των φεστιβάλ αλλά ανοίγουν τα φτερά τους στον υπόλοιπο κόσμο. Ο Μάιος του ’68 αναβίωσε στους αριστουργηματικούς «Συνήθεις εραστές» του Γάλλου Φιλίπ Γκαρέλ, ενώ προσφάτως ο Στίβεν Φρίαρς και ο Κεν Λόουτς υπήρξαν οι δύο βρετανοί σημαιοφόροι της πολιτικής ταινίας με άποψη, με τη «Βασίλισσα» και το «Ο άνεμος χορεύει το κριθάρι» αντιστοίχως. Την ίδια ώρα ο πόλεμος του Ιράκ «πρωταγωνίστησε» τόσο στο «Flandres» του γάλλου διανοουμένου Μπρουνό Ντιμόν, που παρακολουθεί με αυστηρότητα τη συμμετοχή κάποιων γάλλων επαρχιωτών σε έναν πόλεμο για τον οποίο δεν έχουν ιδέα, όσο και στο «Ο τίγρης και το χιόνι» του Ρομπέρτο Μπενίνι που προσέγγισε το θέμα του με πιο τσαχπίνικο βλέμμα.
Γερμανία και Βαλκάνια Αν μια ευρωπαϊκή χώρα φαίνεται να ξαναβρίσκει τη χαμένη κινηματογραφική ταυτότητά της αυτή είναι η Γερμανία. Υστερα από τη μεγάλη περίοδο αδράνειας που ακολούθησε την έκρηξη του νέου γερμανικού κύματος της δεκαετίας του ’70 (με τις ταινίες σκηνοθετών όπως ο Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, ο Βιμ Βέντερς, ο Φόλκερ Σλέντορφ και ο Βέρνερ Χέρτσογκ) η Γερμανία ξαναμπαίνει στον διεθνή κινηματογραφικό χάρτη με ταινίες έντονου κοινωνικού προβληματισμού, όπως το «Goodbye Lenin!», η «Σόφι Σολ», το «Ρέκβιεμ» και η «Ελεύθερη βούληση» – οι τρεις τελευταίες παίχθηκαν μέσα στο 2006 στην Ελλάδα. Μπορεί το μόνο αναγνωρίσιμο όνομα νέου γερμανού σκηνοθέτη να παραμένει αυτό του Τομ Τίκβερ, του οποίου το «Αρωμα» γυρίστηκε στην Ευρώπη με γερμανικά κεφάλαια και ήδη παίζεται στην Ελλάδα, αυτό δεν σημαίνει όμως ότι δεν υπάρχουν μεμονωμένες περιπτώσεις ταινιών νέων σκηνοθετών που προκαλούν αίσθηση, όπως προσφάτως η «Ζωή των άλλων» του Φλόριαν Χένκελ φον Ντόνερσμαρκ που επιστρέφει στην εποχή του διχοτομημένου Βερολίνου και αφηγείται μια ανθρώπινη, άκρως συγκινητική ιστορία συμφιλίωσης. Η ταινία είναι φαβορί για το Οσκαρ ξενόγλωσσης παραγωγής 2006, βραβείο που πριν από μερικά χρόνια κέρδισε το επίσης γερμανικό «Πουθενά στην Αφρική» (2001) της Καρολίνε Λινκ. Ανερχόμενη δύναμη όμως φαίνεται να είναι και σε γενικότερο πλαίσιο η βαλκανική κινηματογραφία. Στο περασμένο Φεστιβάλ Βερολίνου η «Grabvska» της Γιασμίλα Ζμπάνιτς απέσπασε το ανώτατο βραβείο, τη Χρυσή Αρκτο, ενώ σημαντικά είναι τα βήματα που έχει κάνει το Crossroads που υποστηρίζει παραγωγές με σχέδια ταινιών μεγάλου μήκους που σχετίζονται με τις γεωγραφικές περιοχές της Μεσογείου και των Βαλκανίων. Ωστόσο, όσον αφορά την Ελλάδα, οι περισσότερες εγχώριες παραγωγές είναι τοπικού ενδιαφέροντος και το όνομα του Θόδωρου Αγγελόπουλου το πιο αναγνωρίσιμο εκτός ελληνικών συνόρων.
Επιστροφή στην Ευρώπη Στην Ευρώπη υπάρχει πλέον μια άλλου τύπου, πρωτόγνωρη ίσως, κινητικότητα, από την οποία το Χόλιγουντ θέλει το μερτικό του. Το ότι η ακριβοπληρωμένη Νικόλ Κίντμαν έπαιξε σχεδόν αφιλοκερδώς για λογαριασμό του Λαρς Φον Τρίερ στο «Dogville» δεν μπορεί παρά να σημαίνει ότι την ενδιαφέρει η καλλιτεχνική ωρίμανσή της σε κάτι αυτούσια διαφορετικό συγκρινόμενο με τα χολιγουντιανά στερεότυπα, άρα ευρωπαϊκό. Παρατηρείται επίσης το φαινόμενο της επιστροφής σημαντικών ευρωπαίων δημιουργών στην πατρίδα τους, όπως συνέβη με τον Πολ Βερχόφεν του «Βασικού ενστίκτου» που ύστερα από μία 25ετία στο Χόλιγουντ σκηνοθέτησε το «Black Book» στην πατρίδα του, την Ολλανδία. Σε αντίθεση με τα περασμένα χρόνια, πολλοί ευρωπαίοι σκηνοθέτες αρνούνται κατηγορηματικά να «μετακομίσουν» στο Χόλιγουντ φοβούμενοι (και δικαίως) μη χάσουν την καλλιτεχνική ταυτότητά τους. Οι αρνήσεις του Αλμοδόβαρ να περάσει τον Ατλαντικό και να δουλέψει στην Αμερική έχουν γίνει πλέον θρυλικές.
Σαν να μην έφθαναν όλα αυτά, οι Αμερικανοί για πολλούς και διάφορους λόγους (ο οικονομικός είναι ο βασικότερος) έχουν αρχίσει να ανακαλύπτουν την Ευρώπη, όχι ως τουρίστες αλλά ως επαγγελματίες. Ο Ντέιβιντ Λιντς σκηνοθέτησε το «Inland Empire» στην Πολωνία και ο Φράνσις Κόπολα το «Youth without youth» στη Ρουμανία. Για τη «Μαύρη Ντάλια» ο Μπράιαν Ντε Πάλμα έχτισε κοτζάμ Λος Αντζελες του 1947 στη… Βουλγαρία, η Τσεχία από καιρού θεωρείται ευρωπαϊκό παράρτημα του Χόλιγουντ, ενώ ο Γούντι Αλεν αποφάσισε ότι ήρθε ο καιρός να εξερευνήσει το Λονδίνο («Match Point», «Scoop»).
ΓΙΑΝΝΗΣ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ, Το ΒΗΜΑ, 31/12/2006