Περπατώ σε ένα στενό πέτρινο δρομάκι ανάμεσα σε παλιά σπίτια. Ξαφνικά βλέπω μπροστά μου, σε μια απόσταση από μένα, ένα ηλικιωμένο κύριο να στέκει ακίνητος έχοντας γυρισμένη την πλάτη. Είναι εύσωμος με λιγοστά αλλά αρκετά μακριά μαλλιά και γένια. Φοράει ένα πουκάμισο, παντελόνι και τιράντες νομίζω. Γυρίζει και με βλέπει με ένα γλυκό, ζεστό χαμόγελο. Νοιώθω ότι τον ξέρω. Ή ακόμα καλύτερα, ότι κάτι μας ενώνει αλλά δεν ξέρω τί. Σηκώνει το χέρι και με μια απότομη κίνηση μου κάνει νόημα να τον ακολουθήσω. Το πρόσωπο του έχει μια έκφραση σαν να μου λέει “έχε μου εμπιστοσύνη!”.
Αρχίζει να περπατά γρήγορα και εγώ προσπαθώ να μην τον χάσω από τα μάτια μου. Παρ ‘όλη την ηλικία του είναι αρκετά ευκίνητος κι αυτό μου κάνει εντύπωση. Δεν χάνει ευκαιρία να ανεβοκατεβαίνει στο πεζοδρόμιο με μικρά πηδηματάκια και όταν βρίσκει ευκαιρία κατεβαίνει τα σκαλιά χοροπηδώντας. “Μπράβο ο παππούς!” σκέφτομαι. Ξαφνικά στρίβει στη γωνιά και τον χάνω. Ανοίγω το βήμα μου να τον προλάβω. Στρίβω και τον βλέπω να με περιμένει ανυπόμονα. Κάνει ξανά την ίδια κίνηση με το ίδιο χαμόγελο και αρχίζει πάλι να περπατά. Συνειδητοποιώ ότι τώρα είναι πιο νέος. Ο ίδιος άνθρωπος αλλά καμιά δεκαριά χρόνια πιο νέος. Ακόμα μια απόδειξη είναι το γεγονός ότι τώρα περπατά ακόμα πιο γρήγορα. Επιταχύνω για να τον φτάσω. Φαίνεται να ανησυχεί και κάθε λίγο γυρίζει και μου κάνει σινιάλο να βιαστώ. Πάντα με εκείνο το γλυκό χαμόγελο. Κι εγώ μ’εκείνη την αίσθηση ότι κάπου τον ξέρω αυτό τον άνθρωπο καλά. Δεν προλαβαίνω να ολοκληρώσω τη σκέψη μου και στην επόμενη στροφή τον χάνω και πάλι.
Τρέχω και τον βρίσκω ξανά να με περιμένει. Η κίνηση , το βλέμμα, το νόημα με το χέρι. Όλα επαναλαμβάνονται όπως και πριν. Μόνο που τώρα είναι ακόμα πιο νέος. Ένας ώριμος νεαρός που περπατά βιαστικά στο δρόμο με τα χέρια στις τσέπες. Για να τον φτάσω πρέπει σχεδόν να τρέχω. Εξακολουθεί να με παροτρύνει να τον ακολουθήσω. Θέλω να του φωνάξω να με περιμένει αλλά δεν προλαβαίνω. Γυρίζει, μου γνέφει κάτι σαν να μου λέει “άντε βιάσου, δεν θα προλάβουμε!” και συνεχίζει ακάθεκτος. Κινείται με εντυπωσιακή ευκολία ανάμεσα στον κόσμο που περπατά στο δρόμο. Τους προσπερνά όλους κι εγώ λαχανιάζω για να μην τον χάσω. Σκέφτομαι συνέχεια πως κάποιου μοιάζει πολύ. Δεν μου έρχεται ακόμα αλλά ξέρω πως θα το βρω, που θα μου πάει. Στρίβει απότομα. Τώρα ξέρω τι με περιμένει. Τρέχω να στρίψω κι εγώ στο σοκάκι με αγωνία. Στέκεται και με περιμένει. Είναι ένας έφηβος. Μόνο αυτό βλέπω. Μετά ξεκινά το τρέξιμο. “Δεν είναι αστείο πια!” σκέφτομαι από μέσα μου. Τρέχω σαν παιδί κι εγώ στους δρόμους προσπερνώντας επικίνδυνα τους περαστικούς. Μια τον βρίσκω, μια τον χάνω ανάμεσα στον κόσμο που πληθαίνει συνεχώς. Γυρίζει με κοιτάει χαμογελώντας και δώστου τρέξιμο! Συνειδητοποιώ ότι μοιάζει πολύ του μεγάλου μου γιού. Πάρα πολύ τώρα που το σκέφτομαι. Θα μπορούσα να πω ότι έτσι ακριβώς μάλλον θα μοιάζει ο γιος μου όταν θα είναι σ’αυτη την ηλικία. Να πάρει! Τον χάνω και πάλι.
Στρίβω! Τώρα του μοιάζει πολύ. Είναι αυτός! Σίγουρα! Μερικά χρόνια πιο μεγάλος αλλά, είναι αυτός! Δεν αντέχω να τον ακολουθώ. Είμαι ιδρωμένος, κουρασμένος και συγχυσμένος. Τον φωνάζω με τ’όνομα του. Του ζητώ να σταματήσει. Εκείνος γελά και τρέχει σαν ζαρκάδι μέσα στα στενά που εξακολουθούν να γεμίζουν ασφυχτικά με κόσμο. Θυμώνω και τον φωνάζω με ύφος αυστηρό, σαν να τον μαλώνω! Μάταια. Μοιάζει να το διασκεδάζει. Στρίβει ξανά.
Επιβραδύνω. Εξάλλου είμαι πτώμα στην κούραση. Δεν αντέχω άλλο. Πλησιάζω το επόμενο στρίψιμο αργά. Σχεδόν σέρνομαι. Ακουμπώ το χέρι στον τοίχο. Από το επόμενο δρομάκι έρχεται ένα έντονο φως και ακούγονται φωνές παιδιών. Κοιτάζω προσεχτικά. Είναι η αυλή ενός σχολείου. Τα παιδιά παίζουν. Μπροστά μου, γονατιστός με την πλάτη γυρισμένη βρίσκεται ο γιος μου. Κάτι φτιάχνει με τα χέρια του στο χώμα. Γυρίζει και με κοιτάζει. Με το ίδιο χαμόγελο. Μου γνέφει ακόμα μια φορά με το χέρι και μου λέει “Μπαμπά έλα να δεις τι βρήκα, άντε έλαα σου λέω!!”
Το πρωί ξύπνησα με πονοκέφαλο….