Χτενίζομαι μπροστά στο ανατολικό παράθυρο και κάθε μου κίνηση είναι σαν να σκάβω στο χώμα μου. Κάθε φορά που η χτένα βυθίζει τα δόντια της στα μαλλιά, χιλιάδες μπερδεμένες εικόνες πέφτουν μπροστά στα μάτια μου και χάνονται. Είναι μια τελετουργία που επαναλαμβάνω σχεδόν με ηδονή. Και όσο πιο πολύ χτενίζομαι, τόσο πιο πολύ βυθίζομαι στις εικόνες μου που σταδιακά παύουν να είναι αλλόκοτες. Μπαίνουν στη σειρά, συμπληρώνουν η μια την άλλη, αποκτούν νόημα.
Τραβάω αργά τη κτένα στο κεφάλι μου κλείνοντας τα μάτια, και μυρίζω την αγριεμένη θάλασσα. Δεν βιάζομαι. Τα πλοία στον ορίζοντα αργούν ακόμα να φτάσουν. Οι άντρες μου είναι όλοι έτοιμοι. Τα βρωμερά σκυλιά θα ρίξουν άγκυρα στ’ανοιχτά και θα στείλουν τους αγγελιοφόρους τους. Απο χτές έστειλα τα γυναικόπαιδα της αυλής στα κονσολάτα της Λάρνακας. Τη νύχτα που κρεμούσαν τα σχοινιά και μοίραζαν στις γειτονιές προκυρήξεις και πολεμοφόδια. Δεν τους φοβάμαι. Βρεθήκαμε ξανά μαζί πρίν αιώνες στ’ανοιχτά της Πάφου. Και τις διπλωματίες του Βορρά εγώ τις μυρίζομαι σαν λαγωνικό. Απο το κελλάρι βγάλαμε το καλύτερο κρασί , και όλη νύχτα πίναμε γύρω απ’τη φωτιά. Περίεργα αεροπλά προσγειώνονταν όλο το βράδυ. Πετούσαν χαμηλά, σκοτεινά σαν νεκροφόρες. Πήγαιναν κατευθείαν στην κολαση. Πόσες υπογραφές; Πόσες άσκοπες συναντήσεις.
Χτενίζομαι με τα μάτια κλειστά και ακούω βήματα αργά ν’ανεβαίνουν την ξύλινη γυριστή σκάλα.
Έφτασαν ήδη. Ακουμπώ βιαστικά το χέρι στη μέση και ψαχουλεύω το πιστόλι μου. Βεβαιώνομαι πως είναι οπλισμένο και έτοιμο για δράση. Δεν θα με σώσει. Θα με λυτρώσει.
Χτενίζομαι μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο κι απο τις ρίζες μέχρι τις άκριες των μαλλιών μου ζώ ξανά το άχρονο παρελθόν και το ανύπαρκτο μέλλον της αρρωστημένης ύπαρξης μου. Και συνειδητοποιώ αυτό που φοβάμαι. Ότι εγκλωβίστηκα για πάντα στην ατέρμονη αιωνιότητα.