Τα ηλεκτρονικά ρολόγια αναβοσβήνουν παντού.
Τα πράσινα ηλεκτρονικά ψηφία τους σχηματίζουν άγνωστες ώρες, ακαταλαβίστικες.
Η ώρα δεν φτιάχνεται ποτέ.
Δεν υπάρχει νόημα.
Σε λίγο θα χαλάσει ξανά.
Αναβοσβήνουν σαν διαμαρτυρία κι αυτά.
Σαν υπενθύμιση.
Πήραμε ξανά τα βιβλία στο χέρι. Κουρδίσαμε τις κιθάρες.
Βγάλαμε τα κεριά από το ντουλάπι, και αρχίσαμε να παρατηρούμε προσεχτικά την αυλή, το τοπίο, τους γείτονες, τον ουρανό.
Τώρα δεν μας κάνει αίσθηση. Καθόμαστε αποχαυνωμένοι στην τηλεοπτική υποκρισία των δηλώσεων.
Το φως από τις ηλεκτρονικές φωτοδιόδους μας κτυπάει στο πρόσωπο.
Ξαφνικά μια βουβή διακοπή.
Οι φτερωτές των κλιματιστικών προσγειώνονται αργά.
Ένα χέρι ανοίγει μηχανικά το παράθυρο, την μπαλκονόπορτα, την πόρτα.
Επαναλαμβανόμενες κινήσεις, κενές, άψυχες, κουρασμένες.
Ο αέρας προσπαθεί να φυσήξει.
Μάταια.
Μόλις που καταφέρνει να ανασηκώσει στιγμιαία την άκρη της κουρτίνας.
Προσπαθεί κι αυτός να κάνει ότι μπορεί. Δύσκολα τα πράγματα. Μια ολόκληρη χώρα. Πώς να τη δροσίσεις μ’ένα φύσημα; Τέλη Ιουλίου.
Το ωστικό κύμα που έφτασε ως εδώ, χαράματα, δεν μας προσπέρασε.
Έμεινε έξω από τις πόρτες μας.
Κι αν δεν το βλέπεις , το νιώθεις.
Είναι εδώ.
Έφερε μαζί του τις τελευταίες κραυγές απόγνωσης, τον τελευταίο ρόγχο του θανάτου.
Την μικρή ανεπαίσθητη κίνηση των βλεφάρων λίγο πριν το τέλος.
Τα έφερε και τα έριξε όλα μπροστά στα πόδια μας. Έξω από τα σπίτια μας.
Λίγες κινήσεις. Λίγες κουβέντες.
Μια συντονισμένη εξοικονόμηση δύναμης και αποθεμάτων σαν πένθος.
Εγκλωβισμένοι στο ωστικό κύμα που πάγωσε και μας φυλάκισε.
Εμάς και τους μικρόψυχους πολιτικούς που μας κυβερνούν.
Μαζί με τις ευθύνες μας, τα συμφέροντα και την προχειρότητα μας.
Ένοχοι και συνένοχοι μαζί στον καύσωνα του εγκλήματος.
Ένα παρατεταμένο μπιμπ μας ξυπνά.
Το κεφάλι γυρίζει αργά προς την κουζίνα.
Το ρολόι πάλι αναβοσβήνει.
Πατούμε κουμπιά, ανοίγουμε το ψυγείο, κλείνουμε παράθυρα.
Για πόσο;
Ίσως για πάντα….