Είμαι το κόκκινο φωτάκι αριστερά .
Απ’τη μια μεριά μου έχω την ηρεμία και τη σιγουριά του λιμανιού.
Ήσυχα νερά. Γαλήνη και ασφάλεια.
Μόνο ο παφλασμός που κάνουν οι γάστρες ανεβοκατεβαίνοντας κάθε λίγο, και οι κάβοι. Που αναδύονται τεντώνοντας για να βουτήσουν αμέσως μετά καθώς λασκάρουν….
Απ’την άλλη μεριά έχω τη μανία της ανοιχτής θάλασσας. Φτάνει από μακριά σαν ανάμνηση και σπάζει τα κύματα της πάνω μου αλύπητα.
Ορμάει να με κατασπαράξει. Λες και με μισεί που γλιτώνω από τη λύσσα της τα λιγοστά καΐκια και τους ψαράδες.
Κοιτάζοντας μέσα, βλέπω πάντα τις ίδιες βάρκες. Τους ίδιους ανθρώπους.
Μέχρι τη στεριά, το λόφο, τα ίδια σπίτια μακριά.
Ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει.
Ακόμα κι όταν κλείνω τα μάτια, βλέπω τα ίδια πράγματα.
Όταν πάλι κοιτάζω έξω βλέπω μόνο μια θάλασσα να χάνεται στον ορίζοντα.
Κι όμως τίποτα δεν είναι το ίδιο ποτέ.
Αλλάζουν τα χρώματα.
Τα κύματα.
Τα ρεύματα.
Το φώς.
Μια στιγμή να κλείσω τα μάτια και όλα μεταμορφώνονται.
Ανυπομονώ να τα ανοίξω ξανά και να ξαφνιαστώ.
Από μπροστά μου περνούν αυτοί που φεύγουν, αφήνοντας πίσω τους το λιμάνι με σιγουριά. Διψασμένοι για περιπέτειες και δράση, προκαλώντας ακόμα και τη τύχη τους μερικές φορές.
Και την ίδια στιγμή βλέπω αυτούς που επιστρέφουν.
Σοβαροί και κουρασμένοι.
Δεν μετάνιωσαν ποτέ.
Απλά κατάλαβαν για λίγο ποιοι είναι.
Τι είναι.
Τα βράδια κοιτάζω μπροστά.
Τίποτα από τους δυο κόσμους μου δεν με ταράζει.
Ισορροπώ στο κέντρο τους.
Αφήνω το βλέμμα να ταλαντεύεται στο κενό.
Και γίνομαι σιγά σιγά ελαφρύς.
Μόλις που ακουμπώ στον είναι μου.
Τίποτα δεν μπορεί να επαληθεύσει την ύπαρξη μου.
Υπάρχω μόνο λόγο πίστης και λόγο πεποίθησης.
Τουλάχιστον τότε υπάρχω πραγματικά.