Νοιώθω πάλι εκείνο το συναίσθημα ότι έχω επιστρέψει.
Κι ας μην ανήκω εδώ.
Γιατί όταν αναγνωρίζεις κάτι, νοιώθεις σιγουριά και ασφάλεια.
Ο Σουπρεματισμός του Μάλεβιτς .
Που «μετατρέπει τον καλλιτέχνη σε μια απέραντη έρημο όπου το μόνο αναγνωρίσιμο πράγμα που υπάρχει είναι το συναίσθημα.»
Τα βήματα μου διαγράφουν μια περίμετρο τετραγώνου.
Το μαύρο τετράγωνο της ζωής μου.
Η μόνη πόρτα από την οποία μπήκα και η μόνη έξοδος για να βγω.
Και ταυτόχρονα ο λόγος που με κάνει να βλέπω λίγο πιο πίσω από τα πράγματα.
Να περνάς βουβή πίσω από το πέπλο του μαύρου τετραγώνου της ζωής μου και να μην μιλάς.
Σαν προσευχή που δεν παίρνει απάντηση.
Σαν κύμα που δεν θέλει αιτία.
Σαν φωτιά που δεν ψάχνει προορισμό.
Κι ας μην μπορώ να το αποδείξω.
Με φτάνει που νιώθω πότε θα φυσήξει ο αέρας.
Και για ώρα πολλή σωπαίνω. Και ξέρω πως θα έρθεις. Και θα μου πεις πως με γύρευες για χρόνια.
Κι εγώ θα σε κοιτάξω απορημένος.
Και θα σου πω «Σε περίμενα»
Όπως τότε που ένοιωθα ξένος μπροστά σ’ένα ξύλινο παράθυρο. Και κοίταζα τ’αμπέλια και τα παγωμένα λιβάδια μακριά ως το νοσοκομείο του Monteluce .
Κοίταζα ώρα πολλή ώσπου στο τέλος νόμισα ότι είδα τη μητέρα μου να απλώνει τη μπουγάδα.
Βασίλης.