Όλα δύσκολα.
Περπατώ αργά και το επαναλαμβάνω μέσα από τα δόντια.
Όλα δύσκολα.
Η τελευταία σκέψη μου πριν κοιμηθώ και η πρώτη μόλις ξυπνήσω.
Ότι είμαι και ότι έχω, μου στοίχισαν πολύ ακριβά.
Ότι ονειρεύομαι για το μέλλον, φορολογείται αυστηρά σαν είδος πολυτελείας.
Πληρώνω πανάκριβα αυτά που όπως όλοι δικαιούμαι, και νοιώθω ενοχές όταν παραπονιέμαι.
Φοβάμαι πως η τράπεζα της ψυχής μου οδηγείται σε χρεοκοπία.
Έχω φαίνεται αξόφλητα χρέη σε κάποιο θεό από προηγούμενες ζωές.
Πόσες ζωές ακόμα θα πληρώνω;
Ακόμα και το θάνατο μου τον νοιώθω σαν τιμωρία παρά σαν μια φυσιολογική κατάληξη.
Ένα τέλμα και μέσα του βουλιάζω χωρίς να πνίγομαι.
Ένας βάλτος που τον κουβαλώ μαζί μου μια ζωή σαν τύψη.
Όλα δύσκολα.
Να ζω και να είμαι αυτό που αποφεύγω.
Αλλεπάλληλες εντυπωσιακές αποτυχίες.
Η παγκόσμια ισορροπία στην οποία πάντοτε πίστευα κλονίζεται.
Το καλό δεν ακολουθεί το κακό και αντίστροφα.
Μετά το πρώτο χτύπημα και τη πτώση ακολουθεί δεύτερο μεγαλύτερο. Και μετά ακόμα πιο μεγάλο χτύπημα και η αλυσίδα δεν σταματά.
Δεν είναι έτσι που ήθελα να ζήσω.
Αυτά από τα οποία πάσχιζα να φύγω με οδηγούν μοιραία πίσω κοντά τους.
Ένας φαύλος κύκλος σαν κατάρα.
Μάταιο να παίρνω ακόμα και τις πιο μικρές αποφάσεις.
Αφού στο τέλος τα πράγματα, αγνοώντας με θα οδηγηθούν στο έρεβος του πιο φρικτού μου εφιάλτη.
Καθώς τα σκεφτόταν αυτά περπατούσε μηχανικά ανάμεσα σε κρατήρες που άνοιξαν οι οβίδες του εχθρού στα ανοιξιάτικα λιβάδια. Δεν ήξερε που πήγαινε. Δεν ήξερε τι ώρα είναι ούτε πόση ώρα περπατούσε. Μύριζε μια άνοιξη καμένη σαν αποτσίγαρο. Τα γόνατα του λύγισαν και σωριάστηκε στο χώμα. Κράνη, εξαρτήσεις, ξιφολόγχες, όπλα και πυρομαχικά ξεφούσκωσαν και έπεσαν. Σαν αρμαθιά από κλειδιά που πέφτει. Βρήκε τη δύναμη να σφίξει το όπλο στο χέρι του και να το φέρει αργά στο μάγουλο. Το μόνο πράγμα που ήξερε να κάνει. Πεσμένος στο καμένο χώμα ακούμπησε στο κρύο μέταλλο και ένοιωσε μια ζεστασιά σαν άγγιγμα αγαπημένου προσώπου. Η τραγικότητα αυτού του παράλογου συνειρμού τον συγκίνησε. Έφερε μηχανικά το μάτι στο κλισιοσκόπιο και σημάδεψε τον ήλιο που είχε κατεβεί τώρα πολύ χαμηλά. Μόλις που προλάβαινε να ρίξει. Τη μοναδική σφαίρα που είχε στη θαλάμη. Να ρίξει στην καρδιά του ήλιου. Να τον πετύχει. Να τον σκοτώσει , να νυχτώσει , να μην ξημερώσει ποτέ ξανά. Να τον ορίζει μόνο η αλουμίνια σελήνη στο κρύο της παλάτι στη σκοτεινή ψυχή του. Συγκράτησε τα δάκρυα του . Δεν είχε δεύτερη ευκαιρία. Δεν έπρεπε να αστοχήσει Τράβηξε λυτρωτικά τη σκανδάλη και η εκπυρσοκρότηση αντήχησε σαν σιωπητήριο. Σαν συνθηματικό κάλεσμα στο σήμαντρο του κόσμου στη μέρα αυτή που τελείωνε. Δεν πρόλαβε να δει αν πέτυχε το στόχο του. Έκλεισε σχεδόν ταυτόχρονα τα μάτια και λιποθύμησε.
Βασίλης.