Ποτέ δεν ήθελα να νοιώθω τα έργα μου παντοτινά δικά μου. Πιστεύω πως η δικαίωση της Τέχνης φτάνει πάντα μέσα από ένα οδυνηρό αλλά απαραίτητο διαχωρισμό του δημιουργού από το έργο του. Θέλω όσο το δυνατό πιο σύντομα να μην μπορώ να ορίσω τη μοίρα τους, εννοώ την πορεία τους μέσα στο χρόνο. Ποτέ όμως δεν ένοιωσα τόσο “ξένος” μπροστά από ένα έργο μου.
Πριν προφτάσω να το τελειώσω άρχισε να με αποχαιρετά. Μάταια προσπαθούσα να το βαφτίσω “ατέλειωτο” για να το κρατήσω ακόμα λίγο κοντά μου. Ενώ βρισκόταν ακόμα στα καλούπια, ένοιωθα από μέσα ένα παλμό να θέλει να ελευθερωθεί. Κι όταν αντίκρισα για πρώτη φορά το τσιμέντο κατάλαβα πως το ταξίδι είχε ήδη ξεκινήσει. Η θάλασσα άρχιζε να παρουσιάζει μικρές παραμορφώσεις εσωτερικά του τετραγώνου.Οι λωρίδες του ουρανού, της θάλασσας και της γης, έπαιζαν στο κάδρο διαιρώντας άνισα πλην δίκαια το χώρο μεταξύ τους. Τις επόμενες μέρες, και καθώς το άσπρο γινόταν εντονότερο με περισσότερα χέρια μπογιάς, η μαγεία άρχισε να ξεχειλίζει. Δεν ήταν μόνο οι εικόνες που παραμορφώνονταν μέσα από το τετράγωνο. Η απόλυτη περίμετρος του λευκού επηρέαζε τις φωνές των πουλιών τους ήχους, τον αέρα. Μια ενέργεια απομόνωνε όλα τα υπόλοιπα και με κάποιο περίεργο φίλτρο, κρατούσε μόνο τα απαραίτητα. Ήταν τότε που άρχισε να φτάνει και ο κόσμος. Σιωπηλά ο ένας μετά τον άλλο κάθονταν με άνεση μέσα στο τετράγωνο χωρίς να ρωτήσουν, και φωτογραφίζονταν. Κάτι είχε ξεκλειδώσει εκεί μέσα και μια λεωφόρος συγκίνησης απλώθηκε από τα μάτια του θεατή μέχρι τον ορίζοντα και ακόμα πιο πέρα. Άρχισα ήδη να διερωτώμαι ποιος αρχαίος πολιτισμός έριξε από το μέλλον αυτό το βουβό τετράγωνο σαν μονόλιθος στα αφιλόξενα βράχια της Αγίας Νάπας.
Βασίλης Βασιλειάδης
κλικ στη φωτο για μεγεθυνση