Περπατούσε συνέχεια στη δαντελένια λωρίδα του κύματος. Μια διαδρομή απο την βρεγμένη πατούσα στη βουλιαγμένη άμμο ώς τον αστράγαλο. Τίποτα περισσότερο. Τίποτα λιγότερο. Περπατούσε χωρίς να θέλει άλλο. Ένοιωθε οτι ήταν πρωταγωνιστής σε μυθιστόρημα.
Όχι. Σκεφτόταν οτι ένοιωθε σαν πρωταγωνιστής σε μυθιστόρημα.
Θυμάται ότι παλιά τέτοιες σκέψεις τον ταλαιπωρούσαν και τον απέλπιζαν.
Σαν μουσώνες κτυπούσαν αλύπητα τους τσίγκινους τοίχους του μυαλού του, κάνοντας τους να παραμορφώνονται και να λυγίζουν. Μετά ήθελε καιρό να τους ξαναφέρει στην αρχική τους μορφή, και πάντα έμενε εκείνη η τσάκιση , το σημαδάκι να θυμίζει.
Όλο το μυαλό του ενα κούφιο γκαράζ. Γεμάτο μεταλλικές πληγές. Δεν καταλαβαίνει ποτέ αν είναι πολύ μικρό η πολύ μεγάλο. Αν τον προστατεύει ή αν τον πνίγει αργά , βασανιστικά.
Τόσο τίποτα μέσα του. Μια μάταιη συνέχεια μιας μάταιης αρχής.
360 μοίρες να ψάξει. Κάτι…
Που να μπορεί να τον παρηγορεί….
Να τον βγάλει για μια στιγμή απ’αυτή την υγρή αλμύρα που του γλύφει απειλητικά την ψυχή.
Έρχεται, φεύγει σαν σφύριγμα φιδιού.
Τον τραβά σαν σειρήνα και δεν μπορεί να αντισταθεί…
Απλώνει το χέρι.
Ακουμπά στο σκουριασμένο συρματόπλεγμα.
Άθελα του ματώνει…
Κάθε φορά ματώνει.
Μεταβολή χωρίς να σηκώσει το βλέμμα.
Ψάχνει τις πατημασιές του στο νερό.
Τίποτα.
“Στα τυφλά θα επιστρέψω” σκέφτεται.
“Απο κεί που ήρθα χιλιάδες φορές”