Η γαστρονομική κουλτούρα μιας χώρας είναι μία από τις βασικότερες πτυχές της ταυτότητάς της. Η Κύπρος χαρακτηρίζεται από μία πλούσια γαστρονομική παράδοση με πολλές ‘Γεωγραφικές Ενδείξεις’ δηλ., προϊόντα τα οποία παραδοσιακά παρουσιάζουν ‘δεσμό’ με συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή (σε κάποιες περιπτώσεις με ολόκληρη την Κύπρο) και στην οποία οφείλουν τα ιδιαίτερά τους χαρακτηριστικά.
Ο δεσμός αυτός μπορεί να οφείλεται τόσο σε ανθρώπινα στοιχεία, δηλ., την τεχνογνωσία παραγωγής ή/και τη φήμη του προϊόντος, όσο και σε περιβαλλοντικά στοιχεία, δηλ., τη βλάστηση, το κλίμα, τη μορφολογία της γεωγραφικής περιοχής. Ο Γαστρονομικός αυτός Χάρτης είναι μια πρώτη προσπάθεια παρουσίασης γεωργικών προϊόντων και τροφίμων της Κύπρου που συνδέονται με μια γεωγραφική περιοχή. Δεν αποκλείεται η πιθανότητα ύπαρξης και άλλων προϊόντων τα οποία μπορούν να συμπεριληφθούν στο Χάρτη σε μελλοντικό στάδιο.
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΓΕΩΡΓΙΑΣ, ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
Σύκα Τηλλυρίας
Τα παστά σύκα Τηλλυρίας είναι σύκα τα οποία καπνίζονται με θειάφι και αποξηραίνονται στον ήλιο. Είναι μικρού μεγέθους, άσπρα και μαλακά με γλυκιά γεύση και παρασκευάζονται κατά τους μήνες Ιούλιο – Σεπτέμβριο.
Ιστορία: Δεν έχουν εντοπιστεί μέχρι στιγμής ιστορικές πηγές. Σύμφωνα με τους τοπικούς παραγωγούς, η τεχνογνωσία παραγωγής του προϊόντος έχει μεταφερθεί από γενιά σε γενιά μέχρι σήμερα. Σύμφωνα με την Θ. Κυπριανού (2000), τα σύκα της ποικιλίας “κούτσινα” τα οποία καλλιεργούνται κυρίως στην Τηλλυρία θεωρούνται τα πιο σπουδαία και από αυτά παρασκευάζονται στην Τηλλυρία τα “παστόσυκα”.
Μέθοδος παραγωγής: Χρησιμοποιείται η ντόπια ποικιλία σύκων που απαντάται στην Τηλλυρία και ονομάζεται “κούτσινο”. Τα σύκα αφήνονται να υπερωριμάσουν, μαζεύονται και τοποθετούνται σε ειδικά δωμάτια ή δοχεία (κλίβανοι) για να καπνιστούν. Το κάπνισμα γίνεται με το άναμμα θειαφιού και διαρκεί περίπου 24 ώρες. Στη συνέχεια, τα καπνισμένα σύκα αποξηραίνονται στον ήλιο για 7-10 μέρες και ακολούθως βυθίζονται σε κοχλαστό νερό για να πλυθούν. Αφήνονται να στεγνώσουν και συσκευάζονται.
Γαστρονομία: Καταναλώνονται ως γλυκό.
Κυπριακή επιτραπέζια ελιά
Η Κυπριακή επιτραπέζια ελιά παράγεται από την επεξεργασία των καρπών της ντόπιας Κυπριακής ποικιλίας που καλλιεργείται σε όλο το νησί. Ιστορία: Αρχαιολογικές ανασκαφές έφεραν στο φως κουκούτσια ελιάς σε οικισμούς της Νεολιθικής Εποχής και απομεινάρια αρχαίου πέτρινου ελαιοτριβείου, που ανήκουν στην ύστερη εποχή του χαλκού και την Ελληνιστική περίοδο. Αναρίθμητες είναι οι ενδείξεις εξαγωγών επιτραπέζιων ελιών από την αρχαιότητα. Το ελιόδεντρο και τα προϊόντα του είχαν πολλές χρήσεις στα κυπριακά νοικοκυριά ως μέρος της διατροφής, στις θρησκευτικές τελετουργίες, κ.λπ. Η λέξη Ελιά εμφανίζεται ως τοπωνύμιο σε πολλές περιοχές και αυτό αποδεικνύει τη σημασία της ελιάς για το νησί. Μέθοδος παραγωγής: Οι ελιές που προορίζονται για επιτραπέζια κατανάλωση αρχίζουν να συγκομίζονται με το χέρι από τα τέλη Σεπτεμβρίου για τις πράσινες ελιές και συνήθως μέχρι τέλη Δεκεμβρίου κάθε έτους παραγωγής για τις μαύρες. Οι πράσινες ελιές χαράσσονται με ειδικές λεπίδες πριν από την εμβάπτισή τους σε άλμη (για απομάκρυνση της πικράδας). Στα σπίτια, παραδοσιακά, οι νοικοκυρές ετοίμαζαν τις πράσινες ελιές σπάζοντάς τις με ένα απότομο χτύπημα χρησιμοποιώντας μια πεπλατισμένη πέτρα (ονομάζονται “Τσακιστές”). Οι μαύρες ελιές διατηρούνται σε άλμη ή ξύδι.
Γαστρονομία: Αποτελεί μέρος του καθημερινού διαιτολογίου των Κυπρίων. Σερβίρονται στο πρωινό, ως συνοδευτικό πιάτο στα γεύματα και προστίθενται στις σαλάτες και σε άλλα ορεκτικά. Χρησιμοποιούνται επίσης στη ζαχαροπλαστική και την αρτοποιία.
Κουφέτα αμυγδάλου Γεροσκήπου
Τα Κουφέτα αμυγδάλου Γεροσκήπου είναι καβουρδισμένα επιζαχαρωμένα αμύγδαλα και παράγονται στο Δήμο Γεροσκήπου της επαρχίας Πάφου. Η ονομασία αυτή έχει προστατευθεί προσωρινά ως “Γεωγραφική Ένδειξη” στην Κύπρο και είναι υποψήφια για κατοχύρωση ως “Προστατευόμενη Γεωγραφική Ένδειξη” (ΠΓΕ) στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το είδος αυτό ζαχαροπλαστικής παράγεται και στο Φοινί και είναι γνωστό ως Κουφέτα Φοινιού.
Ιστορία: Η παραγωγή τους ξεκίνησε στην κοινότητα Γεροσκήπου από το Σοφοκλή Αθανασίου το 1895. Η τέχνη και η τεχνογνωσία παρασκευής τους μεταφέρθηκε από γενιά σε γενιά και μέχρι σήμερα η παραγωγική διαδικασία παραμένει αναλλοίωτη. Tα Κουφέτα Αμυγδάλου Γεροσκήπου πωλούνταν κυρίως στα πανηγύρια (Αριστείδου και Βάκης, 1992), είχαν βραβευθεί σε ειδική έκθεση στο χωριό Στρουμπί το 1937 και παραδοσιακά αποτελούσαν το κεραστικό σε γάμους/βαφτίσια.
Μέθοδος παραγωγής: Τα αμύγδαλα αναποφλοίωτα καβουρδίζονται για περίπου μισή ώρα και τοποθετούνται ζεστά σε κουφετιέρα. Η κουφετιέρα περιστρέφεται και σε τακτά διαστήματα χύνεται σιρόπι (διάλυμα ζάχαρης και νερού) με το οποίο επιτυγχάνεται σταδιακή επιζαχάρωση των αμυγδάλων.
Γαστρονομία: Καταναλώνονται ως γλυκό.