Προχωρούσε με βήμα σταθερό όλο αυτοπεποίθηση ανάμεσα στον κόσμο που άνοιγε αργά, δρόμο για να περάσει. Κάθε λίγο σταματούσε και μιλούσε χαμογελώντας σε κάποιο γνωστό του. Όπως ακριβώς οι πολιτικοί που σηκώνουν πάντα ενα μωρό στην αγκαλιά τους γιατί βελτιώνει την εικόνα τους στα μάτια του κόσμου. Μετά συνέχιζε την αργή του πορεία προς τη δόξα και την αναγνώριση. Πλησίαζε στη σκηνή, και ένοιωθε τον παλμό του κόσμου, την αποθέωση. Στάθηκε άνετος μπροστά στο κοινό. Το καινούργιο του κουστούμι του έδινε άλλο αέρα. Ακόμα κι αν το ένοιωθε μονάχα αυτός. Διατηρούσε ένα χαμόγελο στο πρόσωπο, όχι έντονο. Απλά να δείχνει ικανοποίηση και ευγνωμοσύνη. Έκανε μερικές χειρονομίες ευχαρίστησης στον κόσμο κοιτάζοντας δεξιά κι αριστερά. Τον αγαπούσαν και τον αποθέωναν. Εκτιμούσαν το έργο του και σέβονταν την προσφορά του στον τόπο και στις τέχνες. Η εντυπωσιακή αναρρίχηση του στη βρώμικη πυραμίδα της ιεραρχίας, δεν δημιούργησε μόνο θαυμαστές, αλλά και πολλές εχθρούς. Ακόμα κι αυτοί , στέκονταν απόψε εκεί χειροκροτώντας τον.
Ήξεραν πολύ καλά τη χρυσή συνταγή της ευνοιοκρατίας. Χέρι που δεν μπορείς να το δαγκώσεις, φίλησε το. Κι αν δεν θαύμαζαν το έργο του, σίγουρα θαύμαζαν την ικανότητα του να ελίσσεται, να παραλλάσσεται ανάλογα με τα καινούργια δεδομένα κάθε φορά. Μια ανήθικη και ανέντιμη συμπεριφορά , που καταφέρνει πάντα να κρύβεται περίτεχνα πίσω από θεωρίες τάχα ανάγκης επιβίωσης και προσαρμογής.
Του φαινόταν τόσο λογικό να τον θαυμάζουν και να τον ευχαριστούν. Ήταν ο καλύτερος. Δεν το ένοιωθε μόνο. Το είχε αποδείξει κιόλας τόσες φορές. Δεν έκανε απλά τέχνη. Ήταν η Τέχνη. Και τώρα που το σκέφτεται σχεδόν τον εκνευρίζει. Αυτή η αποθέωση του μοιάζει ένας οδυνηρός συμβιβασμός. Διότι καταβάθος θυσιάζει μια θέση στο παγκόσμιο Πάνθεον των καλλιτεχνών για να ξοδεύεται εδώ. Σε μια ασήμαντη χώρα, με ένα απαίδευτο κοινό. Και να σκεφτεί κανείς ότι μόλις πριν λίγο ένοιωθε σχεδόν συγκινημένος και υποχρεωμένος από την τόση αγάπη και καταξίωση που του έδειχναν. Στην πραγματικότητα , ο κόσμος έπρεπε να νοιώθει υποχρεωμένος, που τους κάνει τη χάρη να τους δείξει το δρόμο, να τους ανοίξει τα μάτια. “Εγώ ανέβασα το επίπεδο” σκεφτόταν. “Εγώ σας έμαθα τι είναι τέχνη, σας δίδαξα τι θα πεί ποιότητα κι αισθητική! Κι εσείς τί κάνετε; Ξοφλάτε το χρέος σας με ένα χειροκρότημα. “Δέν τα θέλω τελικά τα βραβεία σας. Τις τιμές σας” σκεφτόταν. “Είναι χρυσές άγκυρες που μου κρεμάτε στο λαιμό. Ενώ εγώ έπρεπε από χρόνια να είχα φύγει. Εγώ είμαι για τα μεγάλα, τα ψηλά. Όχι για τα δικά σας μικροαστικά μπουντρούμια.”
Η διάθεση του είχε εντελώς αλλάξει. Σταμάτησε να χαμογελά. Αυτή η νύχτα ήταν πολύ διαφορετική απ’ότι την φαντάστηκε. Κάτι τον ενοχλούσε. Και δεν ήταν οι σκέψεις του. Κάτι εκεί έξω του χαλούσε τη χημεία, του ανέτρεπε το σύμπαν ολόκληρο. Κάπου μέσα στο πλήθος, το ένοιωθε, υπήρχε κάποιος που δεν ήταν σαν τους άλλους. Κάποιος που ήξερε πολλά. Μια απειλή πέρα από κάθε υποψία, γιαυτό ακόμα πιο επικίνδυνη. Ίσως να ήταν και ο μόνος άνθρωπος, εκείνο το βράδυ, που μπορούσε να του χαλάσει τα σχέδια. Ο μόνος που μπορούσε να τραβήξει το χαλί κάτω από τα πόδια του και να τον εκθέσει μπροστά σε όλους. “Μα δεν μπορεί. Πρέπει να διαφέρει τόσο από τους υπόλοιπους” σκέφτηκε. Αν κοιτάξει λίγο προσεχτικά στο κοινό, σίγουρα θα τον εντοπίσει. Οι προβολείς τον τυφλώνουν. Φέρνει την παλάμη στο μέτωπο και ανιχνεύει στο πλήθος. Όλοι χειροκροτούν και φωνάζουν. Κι αυτός ψάχνει τον μόνο που δεν χειροκροτεί. Δεν φωνάζει, δεν χαμογελά. Μα είναι δυνατόν να μην τον έχει δεί κανένας; Απ’όλους εκείνους τους φίλους, τους θαυμαστές; Κανένας δεν πρόσεξε κάποιον που δεν συμμετέχει;
“Βρέστε τον!” φώναξε αυθόρμητα, και οι ζητωκραυγές σταμάτησαν. Ο κόσμος κοίταζε γύρω του απορημένος. “Βρέστε τον και φέρτε μου τον τώρα εδώ! Τί σόι θαυμαστές μου είσαστε; Αυτό είναι το ευχαριστώ σας; Αυτή είναι η εκτίμηση για τα όσα σας έχω προσφέρει;” Παρατεταμένη σιωπή και αμηχανία. Περίμενε μια απάντηση, μια αντίδραση έστω. Τίποτα. Αυτό τον εκνεύρισε ακόμα περισσότερο κι αποφάσισε να αντιμετωπίσει μόνος του την ανώνυμη απειλή. “Ποιος είσαι;” φώναξε με όλη του τη δύναμη. “Πού είσαι; Πώς τολμάς και δεν εμφανίζεσαι; Θρασύδειλε ανθρωπάκο! Μικρέ ανώνυμε καημένε. Που τολμάς να αμφισβητείς εμένα και το έργο μου. Εγώ είμαι η Τέχνη, εγώ και η αισθητική. Τ’ακούς; Σαν δεν ντρέπεσαι λέω εγώ. Είδες κανένα να συμφωνεί μαζί σου; Είσαι μόνος σου, ανώνυμος και χαμένος. Στο πλήθος των υποστηρικτών μου. Φανερώσου λοιπόν ! Πές το όνομα σου, και απολογήσου! Είναι το λιγότερο που μπορείς να κάνεις!Ποιός είσαι;” φώναξε με όλη του τη δύναμη ξανά, τόσο που πόνεσε το στήθος του.
“Rose Selavy” ακούστηκε μια ανδρική φωνή που άπλωσε στην αίθουσα. Και με μιας τα φώτα έσβησαν και δεν μπορούσε ούτε να δεί ούτε ν’ακούσει τίποτα. Εκατοντάδες σπασμένα κάτοπτρα έπεσαν με μιας από την οροφή και σωριάστηκαν στο πάτωμα μπροστά του. Και μέσα στο καθένα απ’αυτά, καθρεφτιζόταν το ίδιο δικό του πρόσωπο. Έκανε απότομα δυο βήματα προς τα πίσω και γύρισε. Στο βάθος της σκηνής είδε ενα μικρό παιδικό τρενάκι να περνά αργά ξεφυσώντας τον άσπρο του καπνό. Το σανίδι στο πάλκο τονίστηκε και έσμιξε με τις σκιές που μάκραιναν στο άπειρο. Ο ίδιος έριχνε μια σκιά σαν ανδρείκελο και έμεινε να την κοιτάζει ώσπου σκοτείνιασε και πάλι. Κι όταν τα μάτια του συνήθισαν στο σκοτάδι, πρόσεξε ένα απαλό γλυκό φώς του Βορρά να μπαίνει από ένα παράθυρο. Μπροστά του στεκόταν μια κοπέλα έγκυος που διάβαζε ένα γράμμα. Κάτι πάτησε. Έσκυψε και σήκωσε από χάμω ενα σκουλαρίκι μαργαριτάρι. Τί να σήμαιναν όλ’αυτά; Σήκωσε το βλέμμα του στον ουρανό. Μια βαριά βελούδινη κουρτίνα ξεκινούσε από τη μια μεριά της σκηνής και αφού μπλεκόταν σε διάφορα στηρίγματα σαν κορδέλα , έπεφτε στην άλλη άκρη , ακριβώς πάνω από ενα φτωχικό κρεββάτι. Πάνω του ξάπλωνε μια νεαρή κοπέλα ντυμένη στα κόκκινα , ξυπόλητη, με φουσκωμένη την κοιλιά. Έμοιαζε νεκρή. Στο βάθος φωτίστηκε ένας ορίζοντας χειμωνιάτικος απογευματινός που άφηνε να διαγράφονται πάνω του τα αφιλόξενα βουνά του Ορνάν. Στο πρώτο πλάνο μια νεκρική ακολουθία παρατηρούσε την απειλητική κοιλότητα του θανάτου να χάσκει.
“Ποιός πέθανε;!” φώναξε. “Ποιός πέθανε;”
Δεν πήρε απάντηση. Μόνο ένας ψίθυρος ερχόταν από μακριά και επαναλαμβανόταν σαν προσευχή. “Εκεί που είσαι ήμουν κι εδώ που είμαι θα’ρθεις” Έτρεχε κυκλικά πάνω στη σκηνή σαστισμένος. Απέφυγε ένα ταύρο, σκόνταψε πάνω σ’ένα τρελό που εξηγούσε πίνακες σένα νεκρό λαγό, και σταμάτησε μπροστά σ’ενα βοσκό στα περίχωρα της Φλωρεντίας. “Ποιός είσαι;” τον ρώτησε. Πάλι τίποτα. Ο βοσκός εξακολουθούσε να σχεδιάζει στο χώμα με τη μαγκούρα του. Χιλιάδες περιστέρια σηκώθηκαν ξαφνικά από τη γή και άρχισαν να πετούν τριγύρω του. Κουνούσε τα χέρια και φώναζε βοήθεια. Δεν μπορούσε να δεί τίποτα.
“Κύριε Διευθυντά!” ακούστηκε μια φωνή να ξεχωρίζει μέσα στα φτερουγίσματα.
“Κύριε Διευθυντά! Είστε καλά;”
Άνοιξε τα μάτια , και βρισκόταν ακόμα πάνω στη σκηνή. Μπροστά στο αγαπημένο του κοινό. Με τους προβολείς, τα χειροκροτήματα και τα μπράβο.
“Νοιώθετε καλά;” τον ρώτησε ξανά.
“Ναί ναι. Απλώς ζαλίστηκα λίγο για μια στιγμή. Τώρα είμαι μια χαρά.”
Προσπάθησε να δείχνει άνετος και μάλλον τα κατάφερε. Έκανε μια βαθιά υπόκλιση, φίλησε δυο φορές την όμορφη κοπέλα που στεκόταν δίπλα του, κράτησε στα χέρια του την τιμητική πλακέτα, και αφέθηκε χαμογελώντας στο έλεος των χειροκροτημάτων και των φλάς. Αύριο θα γινόταν πρωτοσέλιδο.
Στο μεταξύ, από τις πίσω σειρές, μια ώριμη κυρία, σηκώθηκε διακριτικά από τη θέση της. Φορούσε ένα μεγάλο επίσημο καπέλο και μια γούνα τυλιγμένη στο λαιμό. Ψήλη, λεπτή με γεωμετρικά χαρακτηριστικά στο πρόσωπο και έντονο μεικ απ. Βγήκε στο διάδρομο, και με ενα ελαφρύ χαμόγελο στα χείλη, άρχισε να περπατά αργά προς την έξοδο. Κανένας δεν την πρόσεξε, μέσα στα χειροκροτήματα και τις φωνές. Μόνο ο ταξιθέτης την κοίταξε περίεργα καθώς άνοιγε την πόρτα της αίθουσας. Τότε εκείνη γύρισε προς το μέρος του και του είπε.
“Η ζωή είναι ωραία. Γιατί να μην φταρνιστείς;”
Έκλεισε την πόρτα πίσω της και χάθηκε.
Ο καημένος έμεινε να κοιτάζει απορημένος…..