Βρίσκομαι σ’ένα μικρό, σκιερό σπίτι. Έξω ο ήλιος καίει. Καταμεσήμερο. Μεγάλα ξύλινα παράθυρα ανοιχτά. Οι λεπτές άσπρες κουρτίνες κυματίζουν απαλά και χαιδεύουν τους δροσερούς τοίχους. Ψηλόλιγνες μπαλκονόπορτες ανοίγουν σε στεγασμένες βεράντες με πλάκες. Φρεσκοποτισμένα γεράνια και βασιλικοί σε παλιές πήλινες γλάστρες. Πιο έξω απλώνεται ένα πύρινο αφιλόξενο τοπίο που βράζει κάτω από τον μεσημεριάτικο ήλιο. Κιτρινισμένα ηφαιστειογενή πετρώματα καταλήγουν απότομα στο βαθύ μπλε της θάλασσας. Σαν λάβα, που εκατομμύρια χρόνια μετά, ακόμα επιστρέφει φλεγόμενη στην αγκαλιά της θάλασσας να σωθεί. Κανένα ίχνος δέντρου. Μια άγονη πρωτόγονη ομορφιά που καθηλώνει. Μυρίζει ζέστη και αλμύρα.
Σιωπή παντού. Νεκρική σιωπή. Μόνο ο αέρας κάποιες φορές φυσάει απότομα και πάλι έτσι απότομα και ανεξήγητα σταματά. Κάθομαι για ώρα πολλή κοιτάζοντας απλά έξω. Προστατευμένος στο μικρό μου καταφύγιο παρακολουθώ το γυμνό τοπίο που φλέγεται ακατάπαυστα. Σχεδόν σουρεαλιστικά. Με συγκινεί η δύναμη της θάλασσας που καταφέρνει να δροσίσει αυτή την κόλαση. Μου προκαλεί δέος. Νοιώθω μικρός, αδύναμος και τυχερός που αξιώθηκα αυτή τη σπάνια ομορφιά.
Πατάω με τα γυμνά μου πόδια στις πλάκες και δροσίζομαι. Παίρνω βαθιές ανάσες και κατεβάζω σαν καπνό βαρύ στα πνευμόνια μου την παχύρρευστη αύρα του μεσημεριού. Κοιτάζω τις σταγόνες στο ποτήρι που κυλούν αργά προς τα κάτω και βρέχουν το παλιό γδαρμένο ξύλο του τραπεζιού.
Δεν υπάρχει χρόνος. Τον έχει εξουδετερώσει ο χώρος που μεγάλωσε δυσανάλογα για να χωρέσει μέσα του την αιωνιότητα.
Γίνεται;
Όλα γίνονται αγάπη μου.
{mp3}Gymnopedie1{/mp3}