Η μικρή ξύλινη βάρκα γλιστρούσε αθόρυβα στα ήσυχα νερά του καναλιού αφήνοντας πίσω της ένα γλυκό, παχύρρευστο κυματισμό που άνοιγε αργά καθώς απομακρυνόταν. Περνούσε ανάμεσα στα σπίτια που στοιβάζονταν δεξιά κι αριστερά, το ένα δίπλα από το άλλο. Με τους κήπους τους, τις χαριτωμένες εξώπορτες τους, τις γραφικές γλάστρες με τις τουλίπες και τα κρίνα. Μια ήσυχη νύχτα γεμάτη όμορφες σκιές.
Γύρω από τα φώτα του δρόμου, μέσα από τα φωτεινά παράθυρα με τις δαντελωτές κουρτίνες, κάτω απ’το παιχνίδι των φυλλωσιών στο φρέσκο γρασίδι των πάρκων. Έτσι ανυποψίαστα, πίσω από τη φαινομενική ηρεμία της επιφάνειας, κυλούσε η πολύβουη σιωπή της αστικής απληστίας.
Μέσα στη βάρκα κάθονταν αμίλητοι δυο άντρες. Ένας ηλικιωμένος μπροστά, και ένας πιο νέος πίσω. Εκείνος κρατούσε στα χέρια τα κουπιά και τα τραβούσε αργά και σταθερά. Χωρίς σημάδι αντίστασης από το νερό ή κούρασης. Όχι πως ήταν ιδιαίτερα δυνατός. Φαινόταν όμως τόσο απορροφημένος στις σκέψεις του που αυτό το έκανε μηχανικά, σαν από συνήθεια. Τα φώτα της πόλης άναβαν πάνω στους ψηλόλιγνους μεταλλικούς στύλους τους φωτίζοντας το κανάλι. Ήταν κι αυτό με τον τρόπο του μια υγρή, πλατιά λεωφόρος που απλωνόταν στις ήσυχες γειτονιές της πόλης. Ένα αιώνιο ταξίδι του νερού. Οι αντανακλάσεις πάνω στην αστραφτερή επιφάνεια της βάρκας, το στιγμιαίο γυάλισμα των κουπιών, ο καθρεφτισμός των παραθύρων μέσα στο νερό, έμοιαζαν σαν ένα πανηγυρικό πυροτέχνημα που τους συνόδευε προς το σκοτάδι.
Κάποια στιγμή η βάρκα σταμάτησε. Τα κουπιά έμειναν μετέωρα στον αέρα. Ο γέρος γύρισε και είπε “…απο δώ και πέρα δεν υπάρχει επιστροφή. Σε λίγο μπαίνουμε στο σκοτάδι. Αν θέλεις να γυρίσεις πίσω κάν’ το τώρα. Αλλιώς προχώρα σταθερά προς τον προορισμό σου”. Ο νέος κοίταξε μπροστά σαν να προσπαθούσε να ανιχνεύσει το τοπίο ή σαν να προσπαθούσε να αποκωδικοποιήσει τα λόγια του γέρου. Πράγματι, λίγα μέτρα πιο κάτω, το κανάλι φαινόταν ολοσκότεινο. Οι λάμπες που φώτιζαν μέχρι τώρα το δρόμο τους, ξαφνικά σταματούσαν. Δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα μετά. Κοιτάζοντας πίσω, έβλεπε τα φωτισμένα σπίτια που άφησαν πίσω τους, τους κήπους και τα πάρκα. Κι όμως λίγα μέτρα μπροστά τους υπήρχε η πύλη του σκότους ,το κατώφλι του ερέβους. Κοίταξε τον γέρο απορημένος και ρώτησε “Μα γιατί;”
“Γιατί τους πολέμους και τους έρωτες τους αρχίζουμε όποτε θέλουμε και τους τελειώνουμε όποτε μπορούμε” απάντησε αποφασισμένα ο γέρος και γύρισε το βλέμμα του μπροστά. Τότε ο άλλος κατέβασε απαλά τα κουπιά, τα βύθισε ήρεμα στο νερό και άρχισε να τραβά αργά. Η βάρκα προχώρησε αθόρυβα και χάθηκε στο αιώνιο μαύρο που την περίμενε. Πίσω τους η βουβή πόλη έπαιζε ακόμα σαν θέατρο σκιών στους τοίχους της συνείδησης τους…..
* “Το σημαντικό είναι να ξεκινήσεις για να μην επιστρέψεις ποτέ ξανά”
Γιάννης Κουνέλλης.
Απάντηση στην ερώτηση του Bruno Corra “Ποιό είναι το σημαντικότερο πράγμα στο ταξίδι”, στη διάρκεια της κατάληψης της Ακαδημίας Καλών Τεχνών της Perugia