Βιάζονται οι φωτογραφίες, τρέχουν, παλεύουν να επικρατήσουν η μια της άλλης τραβά τα μαλλιά, τα χέρια, το παχύ δέρμα του χρόνου. Μ’ ένα κλικ, πέντε στάσεις. Να διαλέξεις αυτή που σε έκανε πιο λιγνή, αυτή με το βλέμμα και το χαμόγελο από πλαστελίνη. Σταμάτα εδώ, σ’ αυτό το κλικ στέκει η φλόγα του Ελ Γκρέκο και η μπαλαρίνα του Ντεκά.
Στα πόσα κλικ θα σταθούμε απέναντι στο φλας των παλιών καιρών, να έχουμε να λέμε για κάτι μίλα μου. Μήλα χρυσά και δέρατα και μίτους τραβάς, βαθιά κι εσύ μ’ ένα κλικ έμαθες να γεμίζεις τη μνήμη με φωτογραφίες θολές τρεμάμενες φλόγες σε τούρτες γενεθλίων, να ξαναβρεθούμε. Με ένα παλιό κάρβουνο που φιξαρίστηκε μετά από χρόνια.
Θα ριχτώ σ’ αυτή τη γιορτή σαν παρατημένο βεγγαλικό στα πόδια της Isola Tiberina. Ίσα που να γίνομαι αντιληπτή και για τον καθένα κάτι άλλο. Καθόλου ποθητή αυτή καθεαυτού, ξάγρυπνη με τα τρωκτικά του ποταμού να καταγράφουμε μουγκές διαμαρτυρίες.
Νόμιζα πως ήμουν δυναμίτης. Ακόμη περιμένω μια σπιθαμή από τον εαυτό μου να δηλωθεί παρούσα στο ερέθισμα, χωρίς να την ελκύουν τα απ’ έξω γρατζουνίσματα. Φανταχτερά, συμπιεσμένα χαρτοκούτια και μέσα, το απειλητικό μαύρο σε μικρές δόσεις. Κάποτε έλεγες, το κόκκινο είναι ωραίο χρώμα. Τώρα λες όλα τα κόκκινα εύφλεκτα από μέσα είναι μαύρα. Λες όλη αυτή η μαυρίλα θα ξεπεταχτεί κάποτε, να σχηματίσει χρωματιστά συντριβάνια και ο ουρανός θα ξεχειλίσει πιο πέρα από τον Άγιο Πέτρο. Mένουμε να αναμένουμε μια ανάφλεξη κουλουριασμένοι στα κουτιά μας. Οκνοί, ποιος θα ανάψει το φυτίλι; Από μέσα διαστέλλεται το μπαρούτι, από τη δική του βράση. Πόσο ψυχρή μπορεί να γίνει πια η σιγουριά της αδιαφορίας; Πόσο ανέντιμη η γιορτή που στήθηκε για μας, όσο εμείς βρισκόμαστε ακόμα εκεί.
Αν δεις μια αστραπή ξεκίνα να μετράς, όταν ακούσεις τη βροντή, διαίρεσε διά δύο, θα βρεις στα πόσα χιλιόμετρα βρέχει. Πολύ μακριά.