Οι πιο ύπουλες αναμνήσεις είν’ εκείνες που φτάνουν με τις μυρωδιές. Έρχονται αθόρυβα, εμφανίζονται αστραπιαία και κτυπούν στο ψαχνό. Συνειδητοποιείς τι σου συνέβηκε μετά που έχεις συνέλθει και προσπαθείς να βάλεις σε μια λογική σειρά τα κομμάτια. Τις περισσότερες φορές παραιτούμαι αμέσως από αυτή τη διαδικασία και απλά αφήνομαι να απολαμβάνω το ανεξήγητο παράλογο χωρίς να σπαταλάω χρόνο ψάχνοντας για απαντήσεις. Δεν με ενοχλεί καθόλου που δεν ξέρω το λόγο γιατί η μυρωδιά της εισόδου μιας συγκεκριμένης πολυκατοικίας μου θυμίζει το παλιό σπίτι μιας φίλης της μητέρας μου που μας έφερνε πάντα για δώρο βιβλία. Πόσο θα ήθελα να φτιάξω μια λίστα με όλ’ αυτά. Αδύνατον. Ώσπου να τα πιάσεις χάνονται, φεύγουν.
Το χαμηλό γιοφύρι στο Δάλι, τα πρωινά του Χειμώνα, μυρίζει σαν το ανήφορο της via dei priori στο ύψος του βιβλιοπωλείου. Ένας συνάδελφος, μικρότερος από μένα σε ηλικία, που καπνίζει πάρα πολύ, όταν με πλησιάζει μυρίζει πάντα σαν τον πατέρα μου ο οποίος δεν είχε καπνίσει ποτέ στη ζωή του. Υπάρχει μια συγκεκριμένη αντηλιακή κρέμα στις παραλίες την οποία δεν έχω ακόμα εντοπίσει που μυρίζει σαν το κουτί με τα Μίκι Μάους που φύλαγα κάτω από το κρεββάτι μου, ενώ η ξύλινη παπουτσοθήκη που έχουμε στο σπίτι μυρίζει όπως ένα ξενοδοχείο στη Σόφια στο οποίο είχα μείνει με τους γονείς μου όταν πήγαμε ταξίδι στα 12 μου.
Με εντυπωσιάζει αυτή η συνειρμική επιστροφή στα ίδια ακριβώς πράγματα κάθε φορά σαν επιβεβαίωση. Είναι και μια υπενθύμιση μαζί, ότι η λογική δεν έχει καταφέρει ακόμα να θριαμβεύσει πάνω στη μαγεία. Υπάρχει ακόμη ελπίδα για τον άνθρωπο, τροφή για τη ψυχή μας και μέλλον για τα παιδιά μας.
