Η ανακάλυψη της Δακεροτυπίας το 1839 μετάτρεψε την προσωπογραφία σε κάτι κοινό και προσιτό, ακόμα και ανάμεσα στους ανθρώπους που δεν μπορούσαν να πληρώσουν το αντίτιμο ενός ζωγραφικού πορτραίτου. Στην κουλτούρα της Βικτωριανής εποχής, η φωτογραφία , συνδέεται όμως και με τον θάνατο. Η φωτογράφιση των αγαπημένων προσώπων αμέσως μετά το θάνατο τους είναι μια συνήθεια που εξαπλώνεται γρήγορα ανάμεσα σε όλες τις κοινωνικές τάξεις και σύντομα γίνεται ενα έθιμο και σε πολλές άλλες χώρες εκτός απο τη Βρετανία. Στην Αμερική, τέτοιες φωτογραφίες συνηθίζονταν μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα σε κάποιες περιοχές.
Αυτές οι φωτογραφίες αρχικά, χρησίμευαν λιγότερο ως ανάμνηση του νεκρού και περισσότερο ως υπενθύμιση προς τους ζωντανούς συγγενείς της θνητής τους υπόστασης. Μια υπενθύμιση δηλαδή για το γεγονός ότι ανεξάρτητα με τη ζωή του καθενός, όλοι θα έχουμε μια κατάληξη. Και θα είναι για όλους η ίδια. Δεν είναι τυχαίο που το αυτό φαινόμενο ονομάστηκε Memento Mori. Μια Λατινική φράση που σημαίνει ακριβώς την ανάγκη να θυμόμαστε οτι είμαστε θνητοί. Η παιδική θνησιμότητα, στη διάρκεια της Βικτωριανής περιόδου, αυξάνεται κατακόρυφα και η “μετα-θάνατον” φωτογραφία, είναι συχνά η μόνη φωτογραφία που η οικογένεια έχει απο το παιδί της. Λίγα χρόνια μετά, η ανακάλυψη του αρνητικού, δίνει τη δυνατότητα των πολλαπλών αντίτυπων και έτσι όλοι οι συγγενείς μπορούσαν να έχουν την τελευταία φωτογραφία του αγαπημένου τους.
Οι νεκροί τοποθετούνταν σε φυσικές πόζες με ειδικούς νάρθηκες για να φαίνεται οτι κάθονται ή οτι στέκουν μαζί με τους συγγενείς τους. Τα βρέφη έδειχναν να ξαπλώνουν , να κοιμούνται ή ακόμα να παίζουν με τα αγαπημένα τους παιχνίδια. Στις παιδικές φωτογραφίες συχνά τα νεκρά μωρά φωτογραφίζονταν με άλλα αδέρφια ή παιδάκια της ίδιας ηλικίας κάνοντας τη σκηνή του παιχνιδιού ακόμα πιο φυσική. Οι νεκροί , συνήθως οι ενήλικες, φωτογραφίζονταν με τα μάτια ανοικτά σαν να ήταν ζωντανοί. Όπου αυτό δεν ήταν κατορθωτό, τους ζωγράφιζαν μάτια πάνω στα κλειστά βλέφαρα για να μοιάζουν ανοικτά. Ακόμα συνήθιζαν να βάφουν πάνω στη φωτογραφία τα μάγουλα και τα χείλη ρόζ. Επίσης τα λουλούδια ήταν συχνό στοιχείο σ’αυτές τις φωτογραφίες για να δίνουν ακόμα μια πινελιά ζωής.
Με την πάροδο των χρόνων οι “φυσικές” πόζες άρχισαν να δίνουν τη θέση τους σε πιο “φυσιολογικές” φωτογραφίσεις των νεκρών μέσα στο φέρετρο. Ήταν την περίοδο που οι φωτογραφίες αυτές άρχισαν να χρησιμεύουν ως αναμνηστικές για τους συγγενείς, ειδικά γι’αυτούς που δεν κατάφερναν να παραστούν στην κηδεία. Ακόμα και μέσα στο φέρετρο, οι νεκροί, συμμετέχουν στη φωτογραφία σαν να είναι ζωντανοί. Ποζάροντας μαζί με γονείς, συγγενείς και φίλους.
Η πιο τρομακτική όμως λεπτομέρεια, σ’αυτό το ούτως ή άλλως τρομακτικό συνήθειο, είναι η εξής. Η φωτογραφία της τότε εποχής , προϋπόθετε πολύ μεγάλους χρόνους έκθεσης ώστε το είδωλο να “γράψει” πάνω στο φιλμ. Με άλλα λόγια, οι άνθρωποι έπρεπε να μένουν αρκετά δευτερόλεπτα ακίνητοι για να βγει η φωτογραφία, αλλιώς η εικόνα τους θα φαινόταν θολή και κουνημένη. Όσο και να προσπαθούσαν φυσικά, αυτό ήταν αδύνατο. ‘Ετσι σχεδόν όλα τα πορτραίτα της εποχής παρουσιάζουν τους ανθρώπους “κουνημένους” και στην καλύτερη περίπτωση θολούς. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με τους νεκρούς που καταφέρνουν να μένουν εντελώς ακίνητοι σε όλη τη διάρκεια της έκθεσης. Έτσι, όπως και στη φωτογραφία δίπλα, οι ζωντανοί γονείς, έντονα καταβεβλημένοι και συγκινημένοι , παρόλο που προσπαθούν να το κρύψουν, φαίνονται θολοί, ενώ η νεκρή κόρη τους, που ποζάρει άνετη και χαλαρή, έχει ολοκάθαρα χαρακτηριστικά, που γράφουν με λεπτομέρεια πάνω στο φωτογραφικό χαρτί.
Περισσότερες φωτογραφίες εδω