Λοιπόν, χτες σαν περπατούσα, μίκρυνα.
Μην γελάς.
Αλήθεια στο λέω.
Γύρισα πίσω μου για μια στιγμή, να δω ποιος έρχεται, και πριν προλάβω να το καταλάβω, έγινα μικρός, σαν μυρμήγκι. Μόνο τότε κατάλαβα πως ένοιωσε η Δάφνη του Cannova, που μόλις ακούμπησε στο κορμί της τα χέρια του ο Απόλλωνας, άρχισε να βγάζει φύλλα στα χέρια και στα μαλλιά.
Μίκρυνα, και με τη φόρα που είχα , κτύπησαν στον τοίχο του διαδρόμου. Σηκώθηκα τρομαγμένος, και άρχισα να τρέχω. Άδικος κόπος. Κατάφερνα να διανύσω ελάχιστα μέτρα παρότι έτρεχα με όση δύναμη μπορούσα.
Σταμάτησα. Αποφάσισα να περπατώ κανονικά. Τα γυαλιστερά κεραμικά έγιναν άγρια σαν άσφαλτος κάτω από τα πόδια μου. Ο πρώτος αρμός που συνάντησα, μου φάνηκε σαν κοίτη ξεραμένου ποταμού. Κατέβηκα προσεχτικά και έτρεξα στη απέναντι όχθη. Με δυσκολία αναρριχήθηκα και συνέχισα.
Κι έτσι όπως έτρεχα ακόμα φοβισμένος, κατάλαβα πως ο δρόμος ήταν μεγάλος, μακρύς. Θα χρειάζονταν μήνες ίσως και χρόνια, για να φτάσω στο τέλος του. Ο διάδρομος που καθημερινά περνούσα βιαστικά , έγινε ξαφνικά ατελείωτος. Μαζί του άλλαζε κι ο χρόνος. Ενώ προηγουμένως χρειαζόμουν 1-2 λεπτά για να τον περπατήσω, τώρα αυτά μεταφράζονταν σε χρόνια. Και μετά; Ποιός ξέρει πόσο θα μου’παιρνε να φτάσω μέχρι το χώρο στάθμευσης, και στο αυτοκίνητο.
Ποιό;;;
Το αυτοκίνητο;
Και πως άραγε υπολόγιζα να μπώ στο αυτοκίνητο; Να το ξεκινήσω και να οδηγήσω; Θεέ μου ! Είχα εγκλωβιστεί στον τεράστιο μου χώρο , στον ατέλειωτο μου χρόνο. Το σπίτι μου , που δεν θα φτάσω ποτέ πια , μοιάζει έτη φωτός μακριά. Οι άλλες πόλεις, οι άλλες χώρες που κάποτε είχα ταξιδέψει, φαίνονται τώρα σαν κάτι που απλά ονειρεύτηκα ή σενάριο της αρρωστημένης φαντασίας μου. Ο κόσμος μου έγινε με μιας μερικές εκατοντάδες μέτρα, κι ζωή μου , μόλις μερικά εικοσιτετράωρα. Τρέχω και σκέφτομαι . Δεν ξέρω που πάω, αλλά τρέχω σαστισμένος.
Σκύβω και περνώ κάτω από μια τρίχα που μοιάζει σαν στριφτή μεταλλική σωλήνα. Σταματώ μπροστά από ένα ψηλό κατασκεύασμα που μάλλον θα είναι χαρτάκι από τσίχλα ή κάτι τέτοιο. Μαθαίνω τον κόσμο ξανά από την αρχή. Αυτόν τον καινούργιο μου κόσμο. Σαν μωράκι που εξερευνά για πρώτη φορά.
Τρέχω και κοιτάζω γύρω μου έκπληκτος.
Κάτι σαν σκιά με φτάνει από πίσω και με προσπερνά.
Γυρνώ το κεφάλι να κοιτάξω, και την ίδια στιγμή πέφτω πάνω σε κάποιον.
Γυρίζω και βλέπω στα μάτια ένα γνώριμο πρόσωπο.
“Σε γύρευα” μου λέει.
“Είναι σχετικά μ’εκείνη την εγκύκλιο που έφτασε προχθές. Πρέπει να απαντήσουμε μέχρι αύριο”
“Νιώθεις καλά;” με ρωτά.
“Σε βλέπω κάπως….”
“Και σου το είπα τόσες φορές , μην αφήνεις το στομάχι σου άδειο τόσες ώρες. Να τρως έστω ένα μπισκοτάκι με τον καφέ σου. Θα το χαλάσεις”
“Ναι ναι, έχεις δίκαιο” ψιθυρίζω. “Θα το προσέξω…”
Και φεύγω βιαστικά.
Εδώ στο χείλος των 40.
Παντρεμένος άνθρωπος , με δυο παιδιά.
Και ποτέ δεν έμαθα , ούτε να ελέγχω, ούτε να χρησιμοποιώ σωστά το μυαλό μου.
Ευτυχώς που υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που μπορώ να το μοιραστώ μαζί τους.
Αν τελικά η τρέλα καθορίζεται από τις εκάστοτε κοινωνίες , τότε σε άλλες εποχές, ίσως και να βρισκόμουν σε κανένα ίδρυμα.
Θεέ μου, είμαι τυχερός, είμαι τυχερός, είμαι τυχερός.