Μ’ αρέσει η πόλη μου. Μ’ αρέσει η χώρα μου. Μ’ αρέσει η εποχή μου.
Δεν θα’ θελα , ακόμα και να μπορούσα, ν’ αλλάξω τίποτα απ’ όλ’αυτά. Αν είχα δηλαδή μια μηχανή του χρόνου, που να μπορούσε να μ’ έπερνε όπου της το ζητούσα, στο παρελθόν, στο μέλλον, εγώ θα διάλεγα να μείνω εδώ. Στο ψηλότερο σημείο της πεδιάδας του Σέρρα. Στο μικρό μου χωριουδάκι. Στο Άκουαπαλόμπο. Νοιώθω τόση σιγουριά μέσα στα δυνατά πέτρινα τείχη του. Ο πανύψηλος πύργος του, βλέπει πέρα από τους λόφους, μακριά και οι εχθροί το τρέμουν, και κρύβονται. Αλλά ακόμα κι αν κάποιος τολμήσει να επιτεθεί, θα πάρει ένα μάθημα που θα το θυμάται για καιρό.
Όλη η πεδιάδα συγκοινωνεί μέσα από τα τείχη, που απλώνουν τα φιδίσια τους κορμιά στις ράχες των λόφων, και περνούν από το ένα χωριό στο άλλο. Μπορεί κανείς με τα πόδια, μέσα από τα τείχη, να φτάσει από το Πότζιο Λαβαρίνο, στο Καστέλλο ντι Περόκκιο και στο Πορτσάνο. Σε περιόδους επιδρομών, όλες οι δυνάμεις ενώνονται, και σαν μια γροθιά αντιμετωπίζουν τον εχθρό. Τα βράδια κάθομαι στα σκαλιά του μικρού προμαχώνα. Οι γυναίκες πλένουν τα ρούχα τους στις πέτρινες δεξαμενές που βρίσκονται κάτω από τον πύργο. Κι εγώ κοιτάζω τον ουρανό που νυχτώνει. Κάτω, μακριά, στην πεδιάδα, τα φωτάκια της πόλης ανάβουν. Η Τέρνη ζει τη νύχτα. Στο δρόμο που οδηγεί στο χωριό, φαίνονται μερικά φαναράκια να ανηφορίζουν. Οι τελευταίοι χωριανοί που επιστρέφουν πριν τους προλάβει η νύχτα. Κοιτάζω αφηρημένος την πέτρα πάνω από την απέναντι πόρτα και επαναλαμβάνω σχεδόν τελετουργικά ψιθυρίζοντας, τη χαραγμένη ημερομηνία. Χίλια εκατόν ενενήντα δύο…
Σταμάτησε να διαβάζει. Έριξε το χειρόγραφο στο γραφείο του ανάμεσα σε βιβλία και σημειώσεις, πήρε ένα στυλό κι ένα κομμάτι χαρτί και άρχισε να γράφει. “Αγαπητέ κύριε Μπριάν, διάβασα την εισαγωγή του μυθιστορήματος σας και ομολογώ πως δεν μπορώ να υποσχεθώ και πολλά πράγματα. Εδώ η κατάσταση είναι πολύ άσχημη. Το Γερμανικό θηρίο βρίσκεται έξω από την πόρτα μας, και οι πιθανότητες να το σταματήσουμε είναι ελάχιστες. Ακόμα και με τη βοήθεια των Βρετανών. Ο θύλακας μεταξύ Ναμύρ και Σεντάν έχει σπάσει και τα στρατεύματα μας έχουν εγκλωβιστεί στην Δουνκέρκη. Ο κόσμος φοβάται και νοιώθει απελπισμένος. Τα νέα από το πολεμικό μέτωπο καταφθάνουν συνεχώς και κάθε είδηση είναι χειρότερη από την προηγούμενη. Η ιστορία που περιγράφετε μπορεί να είναι ενδιαφέρουσα, οι σελίδες όμως της εφημερίδας μας δεν έχουν χώρο για τίποτα άλλο. Ξέρω πως εκεί που βρίσκεστε, οι πληροφορίες για τον πόλεμο είναι ελάχιστες. Δεν θα σας αδικούσα αν δεν καταλαβαίνατε την κρισιμότητα της κατάστασης. Πιστέψτε με όμως, αν νοιώθατε κι εσείς στο σβέρκο σας τις ανάσες των σκυλιών του Χίτλερ, θα σκεφτόσασταν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Εύχομαι να περνάτε καλά. Όταν περάσουν όλ’ αυτά, κι αν η εφημερίδα υπάρχει ακόμα, να είστε σίγουρος πως θα δημοσιεύσουμε το μυθιστόρημα σας όπως σας είχα αρχικά υποσχεθεί.
Με εκτίμηση Πατρίκ Ζηλύ.
“Καλό” είπε. “ Θέλω όμως περισσότερη δράση. Εννοώ, βία έρωτα και συνωμοσίες. Αυτά πουλούν. Τα άλλα είναι για όσκαρ. Παρόλ’ αυτά ,το σενάριο του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου στα γραφεία μιας εφημερίδας στο Παρίσι είναι πολύ υποσχόμενο. Έχω ήδη μιλήσει στον Μπάμπη για τους ηθοποιούς. Μην ξεχνάς ότι η ταινία είναι low budget. Αυτοί είναι οι όροι του διαγωνισμού.” Απομάκρυνε το τηλέφωνο από τ’ αυτί του, κοίταξε για μια στιγμή τη συσκευή, μάλλον για να δει αν είχε σήμα. Και μετά το ξανάβαλε πίσω. “Στέφανε δεν σ’ ακούω!” φώναξε. “Μετακινήσου λίγο. Χαλάει το σήμα!” “Έλα τώρα οκ. Έλεγα λοιπόν ότι κοιτάξαμε τους όρους λίγο πιο προσεχτικά χθες με τον Μανώλη. Θέλουν την ταινία μόνο σε ψηφιακή μορφή. Μπορούμε να ανεβάσουμε στο you tube μόνο 2 λεπτά μάξιμουμ μόνο μια εβδομάδα πριν από το φεστιβάλ. Για τα εισιτήρια λίγο χλωμό το βλέπω. Λόγω οικονομικής κρίσης, όπως μου εξήγησαν, μόνο ο σκηνοθέτης δικαιούται. Αν θέλει να έρθει και κάποιος άλλος, πρέπει να το κάνει με δικά του έξοδα.”
Άρχισε πάλι να ρητορεύει, αλλά είχε τόση πολλή ανάγκη να τα πει. Τώρα που βρήκε ένα καλό φίλο να τον ακούσει. Το ξέρει πως τα είπε εκατοντάδες φορές. Η αγανάκτηση όμως δεν σβήνει. Δεν πέρασε ούτε μια μέρα στην πλατεία με τους αγανακτισμένους. Προτιμά να πολεμά όπως αυτός ξέρει, με όποιο τρόπο μπορεί. Θα κάνει και τώρα αυτό που αγαπά. Του έμεινε από το στούντιο μόνο μια κάμερα και μερικές συσκευές ήχου. Τα παιδιά που συνεργάζονταν παλιά, άνεργοι τώρα κι αυτοί, δέχτηκαν πρόθυμα να βοηθήσουν. Νοιώθουν ήδη νικητές επειδή προσπαθούν. Επειδή πολλές φορές, τις ελπίδες τις φτιάχνουμε μόνοι μας…
Έκανε μια παύση από την ανάγνωση, και έτσι έδωσε την ευκαιρία στον Κλόωγκ να σχολιάσει.
“Εμένα μου ακούγεται λίγο μπερδεμένο, ασυνάρτητο. Πού το βρήκες;”
“Στον τομέα Β309” απάντησε ο άλλος.
“Αν δεν ήταν κι αυτή η καταραμένη ακτινοβολία, θα μπορούσαμε να μείνουμε περισσότερη ώρα έξω. Σίγουρα θα βρίσκαμε κι άλλα δείγματα. Αυτά που άλλοι ονομάζουν ηλεκτρονικά σκουπίδια, κρύβουν μέσα τους ένα θησαυρό πληροφοριών γι’ αυτούς που έζησαν σε αυτές τις συντεταγμένες πριν από μας.”
“Και δε μου λες, έχει συνέχεια;” ρώτησε ο Κλόωγκ
“Ναι, ακόμα μια παράγραφο” του απάντησε.
“Άκου πως τελειώνει” του είπε, και άρχισε να διαβάζει.
“Νίκη, σου στέλνω το άρθρο μου για την Avant-Garde με θέμα τη μηχανή του χρόνου. Το ονόμασα “ο αρθρογράφος που χάθηκε στο χρόνο”
Φιλιά,
Αντάρης”
“Αντάρης;” διερωτήθηκε πάλι ο Κλόωγκ.
“Περίεργα ονόματα” ψιθύρισε.
Αύξησε το φορτίο του κινητήρα στρέβλωσης, γύρισε το σκάφος προς την κόμη της Βερενίκης, και με ένα εκκωφαντικό ήχο χάθηκε στην μαύρη δίνη που είχε δημιουργηθεί μπροστά του.
Στον άχρονο χώρο.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Avante Garde το 2012…νομίζω…