Η κατηγορία του Anish Kapoor προς τα μουσεία του κόσμου ότι επιδίδονται σε τοκενισμό, κάνει τις τελευταίες μέρες το γύρο του καλλιτεχνικού κόσμου και αναπαράγεται σε εφημερίδες, ιστοσελίδες και περιοδικά τέχνης. Ο καλλιτέχνης, στη διάρκεια συνέντευξης του στην The Guardian, δεν διστάζει να αναφερθεί ονομαστικά σε ορισμένα μουσεία και στον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούν έργα καλλιτεχνών που δεν ανήκουν σε «ευνοούμενες» ομάδες, εκθέτοντας τα σκόρπια σε διάφορα δωμάτια σαν παζαράκι τέχνης, μόνο και μόνο για να ενεργοποιήσουν τους μηχανισμούς του «τοκενισμού».
Μπορεί να είναι η χρονική συγκυρία με τις τραγελαφικές εξελίξεις που αφορούν τα καλλιτεχνικά στη χώρα μας, μπορεί να είναι τα σαθρά θεμέλια της πολιτιστικής μας παράγκας που τρίζουν ετοιμόρροπα, αλλά αυτή η δημόσια «καταγγελία» του Anish Kapoor δίνει τουλάχιστον ελπίδες για μια συλλογική αντίδραση στην αδικία. Δε λέει κάτι που ήταν άγνωστο προηγουμένως, δίνει όμως όνομα στο πρόβλημα. Ένας καλλιτέχνης που δεν έχει πλέον ανάγκη να αποδείξει τίποτα σε κανένα, περιγράφει με τον πιο απλό τρόπο πως μοιάζει αυτό το σαράκι που ροκανίζει τις αντιστάσεις μας στην ασχήμια που προωθείται στην τέχνη ως κανόνας πλέον.
Διαβάζοντας ένας καλλιτέχνης μερικά από τα χαρακτηριστικά του τοκενισμού μπορεί εύκολα να αντιληφθεί ότι και στην Κυπριακή καλλιτεχνική σκηνή (όπως και στον υπόλοιπο κόσμο εξάλλου) η θεωρία έρχεται απλώς να κωδικοποιήσει κάτι που στην πράξη εφαρμόζεται για χρόνια. Όλοι οι συντελεστές του «έργου» είναι παρόντες. Η «ευνοούμενη» καλλιτεχνική τάξη και οι «υποτελείς δευτεροκλασάτοι», το επινοημένο αφήγημα των «άριστων», ο μηχανισμός της αυτοενοχοποίησης όσων δεν καταφέρνουν να συμπεριληφθούν στους «επίλεκτους» και η παγίδα με τα «ψίχουλα» που στήνει το σύστημα στην οποία πάντα κάποιοι πέφτουν μέσα χαλώντας όλη την προσπάθεια της συλλογικής αντίδρασης στην αδικία.
Τοκενισμός:
Μια εξαιρετικά αποτελεσματική στρατηγική κατά την οποία γίνεται αποδεκτός σε μία ευνοούμενη κοινωνική ομάδα, μικρός αριθμός µελών μίας «υποτελούς» ομάδας που στο παρελθόν αποκλειόταν πλήρως, µε σκοπό να αποθαρρυνθεί η συλλογική διαμαρτυρία τους. Για παράδειγμα, το να επιτραπεί ακόμη και σε ένα μικρό ποσοστό (π.χ. 2%) των µελών μίας ομάδας «χαμηλού κύρους», να μετακινηθούν σε μια ομάδα «υψηλότερου κύρους», αποθαρρύνει την ομαδική αντίδραση και οδηγεί τα μέλη των ομάδων αυτών να προτιμούν το παράδειγμα της ατομικής απόπειρας για την «ανέλιξη» τους. Αυτό το μόλις 2% που κατορθώνει να «πετύχει» και να ενταχθεί στους κόλπους της «ευνοούμενης» ομάδας, είναι αρκετό δηλαδή για να παραμυθιάσει το υπόλοιπο 98% της «υποτελούς» ομάδας με το αφήγημα ότι ο μόνος τρόπος να «δικαιωθεί» κάποιος είναι να ενταχθεί με προϋποθέσεις στους κόλπους της, και όχι η συλλογική, δυναμική αντίδραση ενάντια στην αδικία.
Χαρακτηριστικά:
– Πρόκειται για ένα οργανωμένο μπέρδεμα, μια οργανωμένη συστημική σύγχυση, που προκαλεί στις μη ευνοούμενες ομάδες αβεβαιότητα, ανασφάλεια και, το πιο συχνά, δραματικές αυταπάτες διότι παράγει μαζικά ανθρώπους που ονειρεύονται ένα καλύτερο ατομικό αύριο.
– Συντηρεί σε όλα τα μέλη των «υποτελών» ομάδων μια σειρά από κατασκευασμένες προϋποθέσεις όπως το να είσαι «ικανός» να είσαι «προικισμένος» ή «επιδέξιος» και γενικά όλα όσα το κοινωνικό σύστημα νοηματοδοεί ως «αριστεία»
– Όσο κάποιοι συνεχίζουν να συμπεριλαμβάνονται συμβολικά στους κύκλους των «επίλεκτων», το σύστημα της κοινωνικής ανισότητας μοιάζει στα μάτια των υπολοίπων δίκαιο, θεμιτό, εύλογο και νομιμοποιημένο. Έτσι ενεργοποιείται και ο μηχανισμός της αυτοενοχοποίησης. Αφού δηλαδή η κοινωνική ιεραρχία είναι δίκαιη, τότε, προφανώς, «φταίω εγώ που δεν τα καταφέρνω», «που δεν είμαι ικανός», «που δεν έχω επαρκείς δυνατότητες» κλπ.
– Τέλος, ο τοκενισμός απενοχοποιεί τις ευνοούμενες ομάδες και τους δίνει τη δυνατότητα να υποστηρίζουν τη δικαιοσύνη του συστήματος απέναντι στα μέλη των «υποτελών» ομάδων.