Κάποτε στη ζωή μου, πριν από είκοσι χρόνια, υπήρξα οδηγός ταξί.
Ήταν μια ζωή για κάποιον όπως εμένα που δεν ήθελε αφεντικά. Μου άρεσε η συνεχής κίνηση, εκείνη η συγκίνηση της μιας ζαριά κάθε φορά που ένας νέος επιβάτης έμπαινε στο ταξί.
Έκανα πάντα την νυχτερινή βάρδια και το ταξί μου είχε γίνει κάτι σαν κινητό εξομολογητήριο. Οι επιβάτες που επιβιβάζονταν, κάθονταν στο πίσω κάθισμα και με τον ένα ή τον άλλο τρόπο άρχιζαν να μου διηγούνται τη ζωή τους.
Ήμασταν σαν δυο ξένοι σε ένα βαγόνι, οι επιβάτες μου κι εγώ, και ταξιδεύαμε μέσα στη νύχτα, αποκαλύπτοντας οικειότητες που δεν θα είχαμε ποτέ ονειρευτεί στο φως της ημέρας. Συνάντησα ανθρώπους των οποίων η ζωή με κατέπληξε, με έκανε να προβληματιστώ, με έκανε να γελάσω και με έκανε να κλάψω.
Καμία από αυτές τις ζωές όμως δεν με άγγιξε περισσότερο όσο εκείνη μιας γυναίκας που πήρα αργά το βράδυ, μια ζεστή νύχτα του Αυγούστου.
Είχα δεχτεί μια κλήση για να πάρω κάποιον από μια ήσυχη, οικογενειακή γειτονιά της πόλης. Υπολόγισα ότι τέτοια ώρα μάλλον θα έπαιρνα κάποιον σε κάποιο πάρτι, ή κανένα εργάτη στο εργοστάσιο του για τη νυχτερινή του βάρδια.
Όταν έφτασα στη διεύθυνση, το κτίριο ήταν σκοτεινό εκτός από ένα μοναδικό φως σε ένα παράθυρο του ισογείου.
Υπό αυτές τις συνθήκες, οι περισσότεροι θα κόρναραν μία ή δύο φορές το πολύ, θα περίμεναν κανένα λεπτό και στη συνέχεια θα έφευγαν. Κανένας οδηγός ταξί δεν θα τολμούσε να κατεβεί και να κτυπήσει το κουδούνι σε ένα σκοτεινό κτίριο στις 2:30 το πρωί παρόλο που σε πολλές περιπτώσεις, οι ζωές κάποιον ανθρώπων μπορεί κυριολεκτικά να εξαρτώνται από αυτό.
Ενώ τα σκεφτόμουν αυτά, για κάποιο λόγο αποφάσισα να κατεβώ και να περπατήσω μέχρι την πόρτα. Μπορεί κάποιος να βρισκόταν σε κίνδυνο και να ήθελε τη βοήθεια μου. Σκέφτηκα πως το ίδιο θα ήθελα να κάνει και κάποιος οδηγός ταξί αν το είχαν καλέσει ο πατέρας μου ή η μητέρα μου.
Γι ‘αυτό και περπάτησα μέχρι την πόρτα και χτύπησα το κουδούνι.
«Μισό λεπτό», απάντησε μια αδύναμη φωνή από μέσα . Άκουσα ένα περίεργο ήχο σαν κάτι να σερνόταν στο πάτωμα.
Μετά από μερικές στιγμές, η πόρτα άνοιξε. Μια μικροκαμωμένη γυναίκα κάπου στα 80, στάθηκε μπροστά μου. Φορούσε ένα φτηνό, παλιομοδίτικο φόρεμα και ένα καπέλο με ένα πέπλο μπροστά και έμοιαζε να είχε βγεί απο ταινία του 40′. Στο πλάι της κρατούσε και έσερνε μια ταξιδιωτική βαλίτσα.
Το διαμέρισμα έμοιαζε σαν κανείς να μην είχε ζήσει εκεί για χρόνια. Όλα τα έπιπλα ήταν καλυμμένο με σεντόνια. Δεν υπήρχαν ρολόγια στους τοίχους ούτε πίνακες ούτε διακοσμητικά στολίδια πουθενά. Στη γωνία ήταν ένα κουτί από χαρτόνι γεμάτο με φωτογραφίες και γυαλικά.
“Μπορείτε να μου μεταφέρετε τη βαλίτσα στο αυτοκίνητο;”, είπε. “Θα ήθελα λίγα λεπτά μόνο ακόμα. Στη συνέχεια, αν μπορούσατε να επιστρέψετε για να με συνοδεύσετε μέχρι το αυτοκίνητο ; Νοιώθω λίγο αδύναμη. “
Πήρα τη βαλίτσα της στο ταξί και στη συνέχεια επέστρεψα για να βοηθήσω τη γυναίκα. Πήρε το χέρι μου, και περπατήσαμε αργά προς την άκρη του πεζοδρομίου. Συνέχισε ευχαριστώντας με για την καλοσύνη μου.
«Δεν είναι τίποτα», της είπα. «απλώς προσπαθώ να σας συμπεριφέρομαι με τον τρόπο που θα συμπεριφερόμουν και στη δική μου μητέρα.”
“Ω, είσαι τόσο καλό παιδί», είπε.
Όταν φτάσαμε στο ταξί, μου έδωσε μια διεύθυνση, και ρώτησε, “Θα μπορούσατε να περάσετε από το κέντρο της πόλης;”
“Δεν είναι όμως η συντομότερη διαδρομή κυρία μου” απάντησα.
“Ω, δεν με πειράζει», είπε. “Δεν βιάζομαι καθόλου. Πηγαίνω σε ένα γηροκομείο βλέπετε. “
Κοίταξα στον καθρέφτη. Τα μάτια της άστραφταν.
«Δεν έχω κανένα συγγενή ,” συνέχισε. “Ο γιατρός μου επιμένει πως πρέπει να πάω στο γεροκομείο. Μου εξήγησε πως δεν μου απομένει και πολύς καιρός “
Έκλεισα με τρόπο τον μετρητή και είπα: “Ωραία λοιπόν, τι διαδρομή θα θέλατε να πάρω;” .
Για τις επόμενες δύο ώρες οδηγούσαμε μέσα στην την πόλη. Μου έδειξε το κτίριο όπου είχε κάποτε εργαζόταν ως χειριστής ασανσέρ. Με οδήγησε μέσα από τη γειτονιά όπου αυτή και ο σύζυγός της είχαν ζήσει τα πρώτα χρόνια του γάμου τους. Περάσαμε ακόμα μπροστά από μια αποθήκη επίπλων που κάποτε ήταν μια αίθουσα χορού, όπου χόρευε όταν ήταν μικρό κορίτσι. Κάποιες φορές μου ζητούσε να ελατώσσω ταχύτητα ή να σταματήσω μπροστά από ένα συγκεκριμένο κτίριο ή γωνία της πόλης. Τότε εκείνη κοίταζε αφηρημένη μέσα στο σκοτάδι χωρίς να λέει τίποτα. Κάποιες φορές την είδα να δακρύζει.
Όταν οι πρώτες αχτίδες του ήλιου φάνηκαν στον ορίζοντα, μου είπε: «Είμαι κουρασμένη. Ας πάμε τώρα. “
Οδήγησα χωρίς να μιλάμε μέχρι τη διεύθυνση που μου είχε δώσει. Ήταν ένα χαμηλό κτίριο, σαν ένα μικρό αναρρωτήριο, με ένα δρόμο που περνούσε κάτω από μια στοά. Δύο νοσηλευτές πλησίασαν γοργά στο ταξί. Άνοιξαν την πόρτα και πρίν προλάβω να κατεβώ αυτοί ήδη βοηθούσαν την ηλικιωμένη γυναίκα να κατεβεί. Κατάλαβα πως τους είχε τηλεφωνήσει πριν φύγουμε γιαυτό και μας περίμεναν.
Άνοιξα το πορτ-μπαγκάζ και πήρα τη μικρή βαλίτσα μέχρι την πόρτα. Η γυναίκα ήταν ήδη καθισμένη σε αναπηρικό κάθισμα.
“Πόσα σου χρωστάω;” ρώτησε, ψάχνοντας το πορτοφόλι της.
“Τίποτα”, απάντησα.
“Πρέπει κι εσύ να ζήσεις», μου απάντησε.
“Υπάρχουν και άλλοι επιβάτες,” απάντησα με νόημα.
Σχεδόν χωρίς να το σκεφτώ, έσκυψα και την αγκάλιασα σφιχτά.
“Δώσατε σε μια ηλικιωμένη γυναίκα μια μικρή στιγμή ευτυχίας”,μου είπε. “Σας ευχαριστώ.”
Δεν είπα τίποτα. Έσφιξα το χέρι της ακόμα μία φορά, γύρισα και περπάτησα στο πρώτο ζεστό φώς του πρωινού. Πίσω από μένα, άκουσα την πόρτα να κλείνει. “Είναι ο ήχος μιας ζωής που κλείνει” σκέφτηκα.
Δεν πήρα κανένα επιβάτη όλη μέρα. Οδήγησα στην πόλη άσκοπα, χαμένος στις σκέψεις μου. Δεν ήθελα να μιλήσω σε κανένα.
Τι θα συμβεί αν στη γυναίκα είχε τύχει ένας νευρικός οδηγός, ή κάποιος ανυπόμονος να τελειώσει τη βάρδια του; Τι θα είχε συμβεί αν είχε φύγει χωρίς να την περιμένει. Ή αν ήταν κάποιος που δεν είχε τη διάθεση να ακούσει την ιστορία της και να δείξει κατανόηση;
Πιστεύουμε ότι οι ζωές μας περιστρέφονται γύρω από μεγάλες στιγμές. Αλλά οι μεγάλες στιγμές μας συχνά μας πιάνουν απροετοίμαστους.
Όταν εκείνη η γυναίκα με αγκάλιασε και μου είπε ότι της έδωσα μερικές στιγμές ευτυχίας, ένοιωσα λές και η αποστολή μου σ’αυτό τον κόσμο ήταν αυτή. Και την είχα ολοκληρώσει. Έζησα την πιο σημαντική μέρα της ζωής μου.
Απο την αφήγηση ενός οδηγού ταξί στην Νέα Υόρκη