Τίμησαν χθες βράδυ, στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, την ποιήτρια Ντίνα Κατσούρη – Παγιάση. Με τηβέννους και εμβατήρια. Μεγάλα τυποποιημένα λόγια στις σημειώσεις των πρυτάνεων και των συγκλητικών, που ηχούσαν ακόμα πιο άσχημα σε κάθε αμήχανη τους επανάληψη. Όλα κρυμμένα πίσω από τη σοβαρότητα των προσφωνήσεων και του πρωτοκόλλου που τέτοιες περιστάσεις επιβάλλουν. Και σαν απάντηση σ’όλ’αυτά, ο λόγος της ποιήτριας.
Ξύνει με το στίχο της την πληγή του θανάτου και μοιράζει στο κοινό μικρές στιγμές συγκίνησης. Όπως σκαλίζουμε την φωτιά απο κάτω και φουντώνει ξανά. Αρθρώνει αργά σαν ανάσες τις μεγάλες της παύσεις και τελειώνει τις προτάσεις της με κάτι αμφίβολες τελείες που σε αφήνουν μετέωρο. Συνηθισμένη όπως είναι, βγάζει χωρίς αναστολές την ψυχή της, ένα μικρό κομμάτι απο την ψυχή της, και το απλώνει να στεγνώσει στα τεντωμένα βλέμματα του κόσμου που την κοιτάζει με προσήλωση.
Σύντομες βραβεύσεις και χειροκροτήματα.
Η Ντίνα κατεβαίνει από τη σκηνή με αναβατόριο, σαν από μηχανής θεός, καβάλα στο τροχοκάθισμα της. Ο κόσμος τη περιμένει, την φιλά και τη συγχαίρει. Εκείνη κοιτάζει υπομονετικά και ανταποδίδει με ευγένεια. Κυλά αργά ανάμεσα στο πλήθος. Κι άλλα φιλιά, κι άλλες αγκαλιές. Την φωνάζουν για να φωτογραφηθεί με τα μέλη της επιτροπής. Περνώ με ακροβατικές φιγούρες ανάμεσα απο κόσμο που δεξιώνεται με ένα ποτό στο χέρι, καληνυχτίζω κάποιους γνωστούς και πετάγομαι έξω.
Η βράβευση της Ντίνας θα έπρεπε να γίνει σε χαράκωμα, σκέφτομαι. Στο χώρο που εργάζεται μια ζωή. Ανάμεσα στα πυρομαχικά της ποιήματα με τους διατρητικούς συνειρμούς και τους βραδύκαυστους στίχους της. Στο αρχηγείο της τέχνης της, εκεί που περνά τις μέρες της κατασκοπεύοντας ακούραστα τους φόβους της. Ειδικά τώρα που παλεύει κάθε μέρα και πιο μόνη.
Στην έξοδο συνάντησα κάποιο κύριο. Με γένια και μακριά ακατάστατα μαλλιά. “Σε φοβάμαι γιατί μοιάζεις με τον Θεό” του είχε πεί κάποτε ένα παιδάκι σ’ένα σχολείο. Παρακολουθούσε ήρεμα μέσα απο τα χοντρά τετράγωνα γυαλιά του και μπροστά στη μεγάλη του κοιλιά, κρατούσε στο χέρι ενα ποτήρι κρασί. Το σήκωσε αργά προς το μέρος μου αμίλητος. Κούνησα κι εγώ το κεφάλι με νόημα.
Γύρισα και προχώρησα με μεγάλα βήματα προς το αυτοκίνητο. Είχα αρχίσει ήδη να φτιάχνω στο μυαλό μου μια ιστορία. Σαν κι αυτές που συχνά με αφήνουν άυπνο κάποια βράδια.