Βγήκαν λοιπόν μπροστά οι μικροί.
Όχι στο ανάστημα.
Στην καρδιά.
Ήταν πολλοί και μπόρεσαν να γίνουν μια μέρα εξουσία. Μια μέτρια φάρα προσκυνημένων ψυχών, που έκανε τους φόβους της νόμους. Κατέβασαν τον άνθρωπο και την ιστορία του στα μέτρα τους για να νοιώθουν μεγάλοι και τρανοί. Πούλησαν στην μετριότητα το παραμύθι τους.
Επένδυσαν στο τίποτα το κάτι τους και ειρωνεύτηκαν όσους έψαχναν το απόλυτο.
Οι θεωρίες ανάβλυζαν από το στόμα τους σαν συντριβάνι.
Η πονηριά τους δεν είχε όρια.
Η αρρωστημένη υπεραφθονία τους, ξεχείλωσε και κάλυψε τον κόσμο σαν τοξικό κουκούλι.
Κάτω από το αστραφτερό τους κουστούμι είναι γυμνοί και κακορίζικοι.
Έμαθαν όμως να ράβονται καλά, να μυρίζουν ωραία, να χαμογελούν.
Έμαθαν να απαντούν, αποστηθίζοντας εκατοντάδες εντυπωσιακές ατάκες.
Έτρεξαν το σύστημα ξανά και ξανά, μελετώντας και την παραμικρή λεπτομέρεια.
Άψογο!
Λειτουργεί!
Αυτόνομο και αυτοσυντηρούμενο.
Εξελίσσεται, προσαρμόζεται, επιτίθεται και αμύνεται ανάλογα.
Εξασφαλίζει την ύπαρξη του στους αιώνες των αιώνων.
Κάτω απο τα πόδια σας όμως υπάρχω εγώ.
Πριν απο σάς και πρίν απο τους καιρούς που σας γέννησαν.
Εκεί που βρισκόσασταν ήμουν, κι εδώ που είμαι θα έρθετε.
Ξεκίνησα απο το παρελθόν για να σας συναντήσω και κάθε μέρα που περνά σας πλησιάζω.
Ραντεβού στο αναπόφευκτο μέλλον σας, σαν το μύθο της Σαμαρκάνδης.
Είμαι το παγόβουνο του άπληστου Τιτανικού σας και σας περιμένω υπομονετικά στα παγωμένα νερά μου.
Ένας εύσωμος νεαρός απο το Castel San Giovanni θα κλωτσήσει μια μέρα με δύναμη την βαριά ξύλινη πόρτα του Ναού και θα επιστρέψει. Θυμωμένος, ταπεινός και μετρημένος όπως πάντα. Θα μου ζητήσει να σταματήσω να γράφω ασυναρτησίες και θα με παρακαλέσει να ποζάρω ακόμα μια φορά για Ιωάννης.
Τις νύχτες στο σκοτεινό μου κελί, χαράσσω στους τοίχους σαν φυλακισμένος, την ίδια πάντα φράση, Στο πάτωμα στο ταβάνι παντού ξανά και ξανά.
IO FU’ GIÀ QUEL CHE VOI SETE, E QUEL CH’I’ SON VOI ANCO SARETE