Κάπου στον ορίζοντα αστράφτει.
Έτσι για να θυμόμαστε ότι ήμαστε μικροί και προσωρινοί.
Για να μην ξεχάσουμε τον μεγάλο αφέντη το Φόβο.
Για να νοιώθουμε πάντα την απειλή παρούσα, σαν ενοχλητικό πετραδάκι στο παπούτσι μας.
Κάπου μακριά αστράφτει και το αδιαπέραστο μαύρο τ’ουρανού σχίζεται σαν το καταπέτασμα του Ναού. Πίσω του αποκαλύπτεται στιγμιαία το εξαγνιστικό φώς που παραμονεύει.
Κάπως έτσι εμφανίστηκες κι εσύ μια μέρα. Μια ξαφνική, μακρινή αστραπή που χάραξε το φως της στο βλέμμα μου. Ήσουν μακριά και σε υποτίμησα. Όμως η τροχιά σου διασταυρωνόταν με τη δική μου, βαθιά κάπου στο μέλλον. Γύρισα την πλάτη και βάδισα ανέμελος στη σιγουριά των πιθανοτήτων. “Δεν είναι δυνατόν!” σκέφτηκα, και καβάλησα το καχεκτικό άλογο της αλαζονείας μου που τότε το φώναζα “αυτοπεποίθηση”. Δεν άργησα να νιώσω το χνούδι στο σβέρκο μου να τεντώνεται. Το ζώο που θάψαμε μέσα μας, αυτό που καταλαβαίνει πολύ πριν από μάς, βρυχήθηκε εκκωφαντικά. Είδα το τοπίο γύρω μου να σκοτεινιάζει ακριβώς τη στιγμή που έστρεφα τα μάτια να σε ψάξω. Αυτή η αιώνια στιγμή του ταυτόχρονου με βύθισε σε ένα ίλιγγο χωρίς επιστροφή. Όπως η Δάφνη του Cannova, μεταμορφωνόμουν συνέχεια και βασανιστικά σαν μαρτύριο.
Βρέθηκα ριγμένος κατά γης, ανάσκελα. Από αόρατα σχοινιά δεμένος στο κρανίο της γης. Έτοιμος να πληρώσω για όσα δεν άξιζα. Μικρός και ανήμπορος να ψιθυρίσω το “έλεος” σου. Κι όμως, με κάποιο περίεργο τρόπο, η ανάσα μου έβγαινε καυτή μέσα από παλιά ξεχασμένα ηφαίστεια. Η καρδία μου κτυπούσε στους παλμούς των μεγακύκλων της Γης. Προσπαθούσα να κουνήσω τα άκρα μου και οι τεκτονικές πλάκες έτριζαν σαν σκουριασμένα σκαριά σε καταιγίδα. Έτρεμα στην ιδέα να ανοίξω το στόμα μου. Με τα βίας κρατούσα πίσω από τα κλειστά χείλη μου τους ανελέητους μουσώνες που μου τρυπούσαν τον ουρανίσκο. Ήμουν μικρός και τεράστιος μαζί. Βρισκόμουν παντού και πουθενά. Ήμουν το ελάχιστο σημείο και το σύνολο ταυτόχρονα. Και από πάνω μου εσύ, στ’αχνάρια της μοίρας μου που με περίμενε.
Έσκυψες και με κοίταξες επίμονα. Όπως κοιτάμε τα ψάρια στο ενυδρείο. Μας χώριζε μια αόρατη, αδιαπέραστη μεμβράνη. Δεν ήθελες να με πάρεις όπως νόμιζα. Ήθελες να μπεις. Από μια πύλη που δεν ήξερα ν’ανοίξω. Σ’ένα κόσμο που έλεγχα εγώ αλλά δεν το ήξερα. Η αναμονή σε θύμωνε και σ’έσπρωχνε στην ασχήμια. Όμως πίσω από το μισο-σβησμένο πρόσωπο, έβλεπα μια ξεχασμένη γαλήνη και το άλγος του νόστου που άναβε περισσότερο την πληγή σου. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Προσπάθησα να εξηγήσω με μια αυτοσχέδια έκφραση που μάλλον δεν μου βγήκε. Μετά σε ρούφηξε απότομα το σκοτάδι. Έσβησες βουβά πίσω από μια κολόνα του ηλεκτρικού.
Στο ραδιόφωνο έπαιζε Ιταλικά τραγούδια της δεκαετίας του 80. Ο αποχαυνωμένος εκφωνητής έκλεινε την εκπομπή με αφιερώσεις. Προειδοποιούσε για την πιθανότητα καταιγίδας και ευχόταν σε όλους ένα χαρούμενο Σαββατοκύριακο.