Απο τα 12 μου χρόνια κουβαλάω μαζί μου το Φθινόπωρο. Στην άκρη του μικρού μου δαχτύλου. Η ιστορία είναι απλή. Προσπαθούσα ν’ ανοίξω μια κονσέρβα που δεν είχε κοπεί καλά με το ανοιχτήρι. Τραβώντας την έκοψα το δάχτυλο μου. Πολύ αίμα, δυο ραφές και τα βράδια να τρίβω με τον αντίχειρα την πληγή και να ανατριχιάζω. Μέσα σε λίγους μήνες το είχα ξεχάσει. Μετά από μερικά χρόνια άρχισα πάλι να έχω αφή στο κομμάτι εκείνο του δαχτύλου. Δεν το ένοιωθα τόσο ξένο πάνω μου. Τώρα έχει μείνει μόνο ένα μικρό “φούσκωμα” πάνω από τη μικρή ουλή και μια “περίεργη” αίσθηση.
Ωστόσο δεν το προσέχω ποτέ. Μόνο κάθε Σεπτέμβρη, όταν ακόμα οι ζέστες κρατούν καλά και διερωτάσαι πότε επιτέλους θα αλλάξει ο καιρός, τότε είναι που το θυμάμαι. Το δάχτυλο μου λειτουργεί σαν μικρή αντένα του Φθινοπώρου. Νοιώθω ανατριχίλα όταν ακουμπάει τυχαία στο τιμόνι και πιάνω τον εαυτό μου να το τρίβει πάλι μηχανικά όταν σκέφτομαι. Αλλά πάνω απ’ όλα νοιώθω πόνο. Ένα ανεπαίσθητο, γλυκό, βαθύ πόνο που είναι δύσκολο να περιγράψω. Έρχεται λες από βαθιά και διαρκεί για ώρες, για μέρες. Σαν Φθινόπωρο πονάει αυτή η παλιά πληγή. Και μόλις το σκεφτώ αρχίζει να βρέχει. Αλλάζει ο άνεμος, πέφτει η θερμοκρασία και συννεφιάζει. Τα παράθυρα κλείνουν και περιμένουν τις πρώτες βροχές. Οι μυρωδιές αφήνονται και περιμένουν τις πρώτες αναμνήσεις. Κι εγώ ρωτάω τον εαυτό μου τελευταία φορά για φέτος, “έτοιμος;”. “Έτοιμος” μου απαντά αποφασιστικά με ένα μακρύ αναστεναγμό.
“Ωραία ξεκινάμε” απαντάω. Και σχεδόν αμέσως αρχίζει το πρώτο ψιλόβροχο …