Σκέφτομαι τότε που ξέραμε ακριβώς γιατί κλεινόμασταν στο σπίτι. Ήταν επειδή έβρεχε, έκανε κρύο, ζέστη. Άλλοτε στην ανακούφιση του κλιματιστικού ή στην παρηγοριά της θέρμανσης, κοιτούσαμε έξω από το παράθυρο τη φύση να κάνει τα δικά της. Τότε το σπίτι μας προστάτευε. Ένα ατομικό καταφύγιο σαν θρίαμβος της ανθρώπινης σοφίας μπροστά στην αιώνια αγριάδα της φύσης. Μια ψευδαίσθηση κατά βάθος που στο τέλος τραγικά διαψεύδεται.
Τώρα δεν ξέρω γιατί κλείνομαι στο σπίτι. Καύσωνας λέει. Με πολιορκεί ανελέητα. Δεν έχει ούτε χρόνο ούτε διάρκεια. 45 βαθμοί υπό σκιά, 90% υγρασία και οι δείκτες δυσφορίας στα ύψη. Αλλά ξαφνικά βρέχει. Ρίχνει καρεκλοπόδαρα στη μέση του καύσωνα. Βροντές και αστραπές στον ορίζοντα πλησιάζουν απειλητικά κρυμμένες στα ολόμαυρα σύννεφα που πλακώνουν τον ουρανό. Για μια στιγμή ο ήχος της βροχής αλλάζει. Ρίχνει χαλάζι. Χτυπά στα πυρωμένα πεζοδρόμια και λιώνει. Κι εκεί που νομίζεις πως τα είδες όλα, ένας τρελός αέρας σηκώνεται από το πουθενά και παίρνει μαζί του τα πάντα. Μικροί ανεμοστρόβιλοι τρέχουν πάνω από τα θερισμένα χωράφια, μαζεύουν τα σκουπίδια της γειτονιάς και τ’ αμολούν στα μπαλκόνια και στις ταράτσες. Τα αλεξικέραυνα κοντεύουν να λιώσου, τα τζάμια τρίζουν, τα κλιματιστικά αγκομαχούν, η ζήτηση ρεύματος ακουμπά στα όρια και οι ηλεκτροπαραγωγικοί σταθμοί κάνουν συνεχώς εκκλήσεις για “οικονομία” στο ρεύμα. Το σπίτι έπαψε να είναι καταφύγιο. Έγινε η φυλακή μας. Το μικρό κελί που χτίζουμε για αιώνες τώρα αγνοώντας τη φύση που μας εκδικείται γιατί την αγνοήσαμε. Η αγκαλιά του σπιτιού με πνίγει γιατί το έξω δεν είναι πλέον επιλογή. Ένα μανιασμένο θηρίο είναι που βρυχάται και ορμάει να με κατασπαράξει με όλα του τα όπλα.
Πέρασε ο καιρός που κλείναμε το παράθυρο επειδή έξω έβρεχε. Τώρα κλείνουμε ακόμα και της κουρτίνες γιατί έξω η φύση εκδικείται.