Αν το θέμα που μας απασχολεί είναι η κατοχύρωση του επαγγέλματος του καλλιτέχνη, ή ο καθορισμός του καθεστώτος του καλλιτέχνη, τότε πρέπει να γνωρίζουμε δυο πράγματα. Πρώτο, ότι αυτό το θέμα απασχολεί τους καλλιτέχνες εδώ και αιώνες και δεύτερο, ότι οι περισσότερες χώρες προσπαθούν συνεχώς μέσα από νομοθετικές ρυθμίσεις και ασφαλιστικά προγράμματα να ανταποκριθούν στις ανάγκες αυτού του προβλήματος.
Στις αρχές του 14ου αιώνα, ο Τζιόττο αναγκάστηκε να εγγραφεί στη συντεχνία φαρμακοποιών και γιατρών της Φλωρεντίας. Το παράδειγμά του ακολούθησαν αργότερα πάρα πολλοί καλλιτέχνες όπως ο Πάολο Ουτσέλλο ο Μαζάτσιο και ο Μποτιτσέλι. Το πρόβλημα που τους ανάγκασε σε αυτή την απόφαση παραμένει το ίδιο μέχρι τις μέρες μας. Η ανάγκη κατοχύρωσης του καλλιτεχνικού επαγγέλματος.
Σχεδόν επτά αιώνες μετά, η διεθνής κοινότητα αδυνατεί να βρει μια κοινή, μόνιμη λύση και περιορίζεται σε γενικευμένες διατυπώσεις προτείνοντας διάφορα ασφαλιστικά σχέδια. Όχι διότι λείπει η θέληση, τα μέσα, οι ιδέες, αλλά επειδή το θέμα είναι από τη φύση του πολύπλοκο. Από τη μία μεριά ο καλλιτέχνης εξασκεί ένα λειτούργημα το οποίο εμπίπτει στην κατηγορία εκείνων των επαγγελμάτων που κοινώς αποκαλούνται «πνευματικά επαγγέλματα» και τα οποία δύσκολα κωδικοποιούνται εργασιακά, ενώ την ίδια στιγμή πρέπει να έχει ωράριο, μισθό, συμβόλαια, ασφαλιστικές καλύψεις, επιδόματα, ωφελήματα κλπ. Οποιαδήποτε απόπειρα να «τραβηχτεί» μια γραμμή που θα καθορίζει ξεκάθαρα ποιος είναι ο καλλιτέχνης, ή ακόμη χειρότερα, ποιος είναι ο επαγγελματίας καλλιτέχνης, την καθίσταται αυτόματα άδικη απέναντι σε ένα μεγάλο σύνολο καλλιτεχνών και τελικά απέναντι στην ίδια την Τέχνη. Είναι γι αυτό το λόγο που και η UNESCO στην έκθεσή της «Recommendation concerning the Status of the Artist» ορίζει τον καλλιτέχνη με τον εξής τρόπο : «Ως καλλιτέχνης νοείται κάθε άτομο που δημιουργεί ή δίνει έκφραση ή αναδημιουργεί έργα τέχνης, που θεωρεί την καλλιτεχνική του δημιουργία ουσιαστικό μέρος της ζωής του, που συμβάλλει κατ ‘αυτόν τον τρόπο στην ανάπτυξη της τέχνης και του πολιτισμού και που είναι ή ζητά να αναγνωριστεί, ως καλλιτέχνης, ανεξάρτητα από το εάν δεσμεύεται από εργασιακές σχέσεις ή εκπροσωπείται από συντεχνίες “
Μελετώντας κάποιος αυτή την ίδια έκθεση της UNESCO του 2015, σύμφωνα με τα στοιχεία που καταθέσαν 60 κράτη μέλη, φτάνει νομίζω σε δύο σημαντικά συμπεράσματα. Πρώτο, ότι κάθε χώρα προσαρμόζει τα ασφαλιστικά της σχέδια για τους καλλιτέχνες σύμφωνα με τις προτεραιότητες της, τις οικονομικές της δυνατότητες και την πολιτιστική στρατηγική που αποφάσισε να ακολουθήσει. Δεύτερο, ότι οποιαδήποτε και αν είναι η μορφή του κάθε σχεδίου, όλα κατά βάθος μοιάζουν διότι όλα έχουν τον ίδιο στόχο. Να κατοχυρώσουν την εργασία του καλλιτέχνη και να διασφαλίσουν τις κατάλληλες συνθήκες ώστε αυτός να συνεχίσει να υπηρετεί την Τέχνη του και τον πολιτισμό.
Σε πολλές χώρες του κόσμου, και σε αρκετές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υιοθετείται ένα γενικό μοντέλο κοινωνικής ασφάλισης καλλιτεχνών, με μικρές παραλλαγές. Το 50% των καλλιτεχνών επιλέγει το σχέδιο του αυτοεργοδοτούμενου – ελεύθερου επαγγελματία, ενώ το υπόλοιπο 50% κάποιο «καλλιτεχνικό σχέδιο». Αυτά με τη σειρά τους χωρίζονται σε τρείς μεγάλες κατηγορίες, εκείνο του καλλιτέχνη πλήρους απασχόλησης, του καλλιτέχνη μερικής απασχόλησης και του καλλιτέχνη – τεχνίτη, ένα σχέδιο που αφορά τα άτομα που ασχολούνται με τη χειροτεχνία. Τα πρώτα δύο δεν διαφέρουν μεταξύ τους όσο αφορά τα μέτρα ασφάλισης, αλλά ως προς το ύψος τον εισφορών και κατά συνέπεια το ύψος των ωφελημάτων. Υπάρχουν και χώρες, όπως το Βέλγιο και η Γαλλία, όπου οι καλλιτέχνες δικαιούνται να συμμετέχουν σε δυο σχέδια ταυτόχρονα. Αυτό συμβαίνει συχνά με μουσικούς οι οποίοι εργοδοτούνται σε ορχήστρες με καθεστώς πλήρους απασχόλησης, ενώ περιοδικά εμφανίζονται σε μουσικές σκηνές κάποιες μέρες της εβδομάδας ή εργάζονται και ως μουσικοί του δρόμου εποχιακά.
Σε όλη αυτή τη διαδικασία φυσικά, οι καλλιτέχνες δεν χρειάζεται να εγκριθούν από καμία επιτροπή. Συνήθως αρκεί να ισχύει ένα από τα πιο κάτω κριτήρια:
– Να έχει εξειδικευμένη κατάρτιση στον καλλιτεχνικό τομέα (όχι απαραίτητα σε ακαδημαϊκά ιδρύματα)
– Να αναγνωρίζεται ως επαγγελματίας από τους συναδέλφους του (καλλιτέχνες που δραστηριοποιούνται στον ίδιο τομέα)
– Να αφιερώνει χρόνο στην καλλιτεχνική του δραστηριότητα
– Να είναι εγγεγραμμένος σε κάποιο καλλιτεχνικό επιμελητήριο ή οργανωμένο καλλιτεχνικό σύνολο
– Να έχει ιστορικό δημόσιας παρουσίασης ή δημοσίευσης.
Υπάρχουν και χώρες που προχώρησαν και στη δημιουργία καταλόγων με καλλιτεχνικά επαγγέλματα όπως η Ιταλία. Κάτι τέτοιο όμως αποδεικνύεται όχι και τόσο αποτελεσματικό αφού από το 2007, φέτος η Ιταλία θα αναθεωρήσει για τρίτη φορά τους καταλόγους προσθέτοντας σε αυτούς καινούργιες μορφές καλλιτεχνικής δραστηριότητας.
Εάν σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η αποκλειστική πηγή των εισοδημάτων από την τέχνη δεν αποτελεί κριτήριο για τα σχέδια ασφάλισης των καλλιτεχνών, πολύ περισσότερο δεν είναι κριτήριο ούτε για τη συμμετοχή τους σε κρατικά προγράμματα στήριξης και προώθησης του Πολιτισμού. Σε ορισμένες χώρες, και μόνο σε περιπτώσεις χρηματοδότησης σε εθνικό επίπεδο, απαιτείται από τον καλλιτέχνη που υποβάλλει την πρόταση να έχει κάνει τουλάχιστον μια ατομική έκθεση.
Δυστυχώς το γνωστό πλέον Προσχέδιο Νόμου του ΕΙ.ΚΑ για «…ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΥΠΟΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗ…», κινείται εκτός του πνεύματος της Παγκόσμιας πολιτικής για την κοινωνική και νομική κατοχύρωση των καλλιτεχνών. Το κάλεσμα της UNESCO και της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τα κράτη μέλη τους έχει σκοπό να ενώσει και να προστατεύσει τις διάφορες ομάδες των καλλιτεχνών κάτω από μεγάλες ομαδικές ομπρέλες. Σε αντίθεση με το πιο πάνω σχέδιο το οποίο ανεξάρτητα από τη φρασεολογία που χρησιμοποιεί, αποτελεί στην ουσία μια προσπάθεια «σμίκρυνσης» της «ομπρέλας» ώστε να χωρούν από κάτω όσο το δυνατό λιγότεροι. Το συγκεκριμένο σχέδιο δεν πείθει ούτε ως προς την δυνατότητα του να λύσει αποτελεσματικά κανένα πρόβλημα ούτε όμως και ως προς τις προθέσεις των εμπνευστών του. Αυτός είναι και ο κύριος λόγος που έχει προκαλέσει τόσες αντιδράσεις στον καλλιτεχνικό χώρο.
Το Προσχέδιο νόμου του ΕΙ.ΚΑ δεν πείθει διότι:
– Εκπονήθηκε (;) και προσυπογράφεται από τους εκπροσώπους μόνο τεσσάρων καλλιτεχνικών οργανωμένων συνόλων της Κύπρου χωρίς να προηγηθεί γι’ αυτό καμία απολύτως διαβούλευση με τους υπόλοιπους εμπλεκόμενους φορείς και σύνολα. Η επίσημη ανακοίνωση του Υπουργείου Παιδείας και πολιτισμού για τη συνάντηση που έγινε στο γραφείο του Υπουργού, αναφέρει ότι «ήταν παρόντες εκπρόσωποι από τον καλλιτεχνικό χώρο». Χαρακτηριστικά να αναφέρω ότι το Ε.Κ.Α.Τ.Ε, με 600 μέλη καλλιτέχνες και με μια ιστορία σχεδόν 60 χρόνων στα καλλιτεχνικά δρώμενα του τόπου δεν ήταν ενημερωμένο για το γεγονός αυτό, δεν ζητήθηκε η άποψη του και φυσικά δεν ήταν παρόν στη διαβούλευση.
– Παρόν στη συνάντηση ήταν και ο Πρόεδρος των Πολιτιστικών Υπηρεσιών μαζί με Ανώτερο μορφωτικό λειτουργό οι οποίοι παρόλο ότι οφείλουν «καθηκόντως» να υπηρετούν αμερόληπτα τον πολιτισμό αυτού του τόπου, μένουν εκτεθειμένοι δίνοντας την εντύπωση ότι εξυπηρετούν συγκεκριμένα άτομα ή ομάδες. Χάνουν έτσι και την έξωθεν καλή μαρτυρία όταν στη συνέχεια, σύμφωνα πάντα με την ανακοίνωση, θα κληθούν να «επεξεργαστούν» τις προτάσεις των (υπολοίπων) εκπροσώπων των καλλιτεχνών.
– Χρησιμοποιείται η ερμηνεία του «αυτοεργοδοτούμενου» καλλιτέχνη ως εκείνου για τον οποίο η δημιουργία έργων τέχνης αποτελεί το κύριο μέρος προσπορισμού των προς το ζην και στη συνέχεια θεωρείται ως προϋπόθεση για τις πρόνοιες που ακολουθούν. Τη στιγμή που παγκόσμια, μόνο το 2% των καλλιτεχνών καταφέρνουν να ζουν από τη τέχνη τους. Χαρακτηριστικά, το 2019, το 75% των καλλιτεχνών στη Γαλλία δήλωσαν ότι οι απολαβές τους από την τέχνη τους βρίσκεται κάτω από το όριο των 5000 ευρώ.
– Ακόμα και όταν κάποιος περάσει όμως το κριτήριο του αυτοεργοδοτούμενου καλλιτέχνη, πρέπει να πληροί τουλάχιστον δύο από τα επόμενα 8 κριτήρια που ακολουθούν. Και φτάνει να τα διαβάσει κάποιος για να καταλάβει πόσο δύσκολο τελικά γίνεται να αποκτήσει ένας καλλιτέχνης το «καθεστώς του καλλιτέχνη» από τη συγκεκριμένη Επιτροπή, τόσο για τα Κυπριακά δεδομένα όσο και για τα Παγκόσμια.
– Το καθεστώς του καλλιτέχνη αποτελεί επίσης προϋπόθεση για την πρόσβαση οποιουδήποτε καλλιτέχνη στην αγορά εργασίας από την Κυπριακή Δημοκρατία. Η αγορά εργασίας όμως από την Κυπριακή Δημοκρατία, στον τομέα του Πολιτισμού, θα έπρεπε να έχει κριτήρια ποιοτικά. Να εξετάζει αν μια καλλιτεχνική πρόταση ανταποκρίνεται στις αισθητικές και καλλιτεχνικές ανάγκες κάθε περίπτωσης, αν είναι πρακτικά υλοποιήσιμη, αν κινείται μέσα στο πλαίσιο του προβλεπόμενου προϋπολογισμού, αν εξυπηρετεί τους στόχους της Πολιτιστικής στρατηγικής που έχει θέσει. Ανεξάρτητα αν ο καλλιτέχνης κατάφερε να εξασφαλίσει από την Επιτροπή το πιστοποιητικό του καθεστώτος του καλλιτέχνη ή όχι. Και σε αυτή τη πτυχή της πρότασης δυστυχώς αντί τα κριτήρια να αφορούν την Τέχνη, αφορούν τα άτομα.
– Η εγγραφή ενός ελευθέρου επαγγελματία σε κάποιο «καλλιτεχνικό» ασφαλιστικό σχέδιο δεν έχει ανάγκη έγκρισης από μια Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων. Οι διαδικασίες που ακολουθούνται σε όλο τον κόσμο είναι πολύ πιο απλές και περιορίζονται σε κάποιες τυπικές αυτονόητες πιστοποιήσεις. Όχι διότι οι αντίστοιχοι φορείς στα υπόλοιπα κράτη λειτουργούν λιγότερο «επαγγελματικά». Αλλά επειδή έχουν συνειδητοποιήσει ότι οποιαδήποτε απόπειρα «στενού καθορισμού» των καλλιτεχνικών ορίων στην ουσία στραγγαλίζει την καλλιτεχνική δημιουργία
– Από το 2005 εκκρεμεί η απόφαση της Επιτροπής Παιδείας της Βουλής για τη σύσταση του Ε.Κ.Α.Τ.Ε ως «νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου». Μια απόφαση η οποία για κάποιο λόγο δεν υλοποιείται από τις Πολιτιστικές Υπηρεσίες παρόλο που έχουν δοθεί διαδοχικά σχετικές οδηγίες από τέσσερις Υπουργούς Παιδείας. Σε αντίθεση με τη συγκεκριμένη πρωτοβουλία η οποία με «συνοπτικές» διαδικασίες και εν μέσω της Παγκόσμιας κρίσης λόγω πανδημίας, προωθήθηκε και μάλιστα αποφασίστηκε και η σύσταση Ειδικής Συμβουλευτικής Επιτροπής για το θέμα.
– Αυτή η αυστηρή, συγκεντρωτική δομή της προτεινόμενης Επιτροπής η οποία θα δίνει πιστοποιητικά σε καλλιτέχνες και θα εγκρίνει ταυτόχρονα και τη δημιουργία καλλιτεχνικών συνδέσμων από όλο το φάσμα του Πολιτισμού, αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα στην αποτελεσματικότητα της αποστολής της. Οι διάφορες μορφές Τέχνης, πέρα από τις ανάγκες ενός στοιχειώδους συντονισμού από ένα κεντρικό φορέα, πρέπει να εκπροσωπούνται και να αποφασίζουν με σχετική αυτονομία. Μόνο οι άμεσα εμπλεκόμενοι γνωρίζουν τα πραγματικά προβλήματα και τις ιδιαιτερότητες του κλάδου τους.
– Η συγκεκριμένη πρόταση μπορεί να είναι ακόμη θεωρητική και υπό διαβούλευση, όμως τα καλλιτεχνικά δεδομένα της χώρας μας είναι συγκεκριμένα. Μια πρόχειρη, θεωρητική εφαρμογή του προτεινόμενου νόμου αρκεί για να μας αποδείξει την αδυναμία της πρότασης να λύσει τα προβλήματα που επικαλείται (ίσως και να αποκαλύψει τις προθέσεις των εμπνευστών της). Ο αριθμός των καλλιτεχνών που θα περνούσαν με επιτυχία το στίβο μάχης των κριτηρίων της Επιτροπής, με δυσκολία θα γινόταν διψήφιος! Τί πρόταση νόμου είναι αυτή που καλύπτει νομικά 10 ή το πολύ 15 άτομα. Είμαστε σίγουροι ότι θέλουμε να στηρίξουμε την τέχνη ή μήπως κάποιους καλλιτέχνες μόνο;
Δυστυχώς όπως συμβαίνει σε πολλούς άλλους τομείς της κοινωνίας μας, έτσι και στις Τέχνες, συμπεριφερόμαστε σαν να μην έχουμε σκάφος ενώ στην πραγματικότητα εκείνο που μας λείπει είναι η πυξίδα. Τα προβλήματα του πολιτισμού δεν λύνονται ούτε με αυστηρές νομοθετικές ρυθμίσεις ούτε με Επιτροπές εμπειρογνωμόνων. Λύνονται με όραμα. Αυτό είναι η πυξίδα που δεν έχουμε. Πρέπει να ξέρουμε που βρισκόμαστε και που πάμε. Ποιες είναι οι πραγματικές ανάγκες μας πέρα από προσωπικές φιλοδοξίες και συμφέροντα. Να έχω όραμα για τον Πολιτισμό, ειδικά στο σχεδιασμό μιας κρατικής πολιτικής, σημαίνει να έχω το θάρρος όταν χρειαστεί να κινούμαι εναλλακτικά, να αποδέχομαι αποκλίνουσες σκέψεις, να στηρίζω μια όμορφη ιδέα ακόμη κι όταν αυτή ανθίζει έξω από τα συνηθισμένα, αποδεκτά όρια. Όχι να οχυρώνομαι πίσω από ξύλινους νόμους σαν παιδάκι που φοβάται μήπως του κλέψουν το παγωτό του.
Έχω όραμα για τον Πολιτισμό σημαίνει έχω πλήρη συνείδηση ότι κάθε φορά που ακόμη και το πιο μικρό, ασήμαντο έργο τέχνης καταφέρνει να κρατήσει αναμμένη τη φλόγα του μέσα στους τυφώνες της ασχήμιας, ανεβάζει μαζί του στο σκαλοπάτι του, ολόκληρη την κοινωνία που το στήριξε.