«(…) ο θάνατος θα ‘πρεπε να ‘ρχεται εύκολα: / σαν εμπορικό τραίνο που/ τ’ ακούς όταν / έχεις / την πλάτη γυρισμένη.
Η ΛΑΜΨΗ ΤΗΣ ΑΣΤΡΑΠΗΣ ΠΙΣΩ ΑΠ’ ΤΟ ΒΟΥΝΟ
Μετάφραση : Σώτη Τριανταφύλλου
Εκδόσεις ΗΛΕΚΤΡΑ 2005, σελ. 440
Γεννημένος στο Αντερναχ της Γερμανίας το 1920 ο Τσαρλς Μπουκόφσκι μεγάλωσε στο Λος Άντζελες, έκανε μαθήματα δημοσιογραφίας και λογοτεχνίας και μετά τις πρώτες αποτυχημένες προσπάθειες να εκδώσει τις ιστορίες του περιπλανήθηκε σε όλη τη χώρα. Δούλεψε ως οδηγός φορτηγού, χειριστής ασανσέρ αλλά και σε εργοστάσιο σκυλοτροφών και οι εμπειρίες του χρησίμευσαν ως υλικό για τα έργα του.
Το 1970 ο εκδότης Τζον Μάρτιν αποφάσισε να του προσφέρει 100 δολάρια την εβδομάδα, εφ’ όρου ζωής, προκειμένου να αφοσιωθεί στο γράψιμο. Έγραψε περισσότερα από 45 βιβλία ποίησης και πρόζας. Μαχόταν επί δεκαετίες με την αγάπη του για το αλκοόλ, αμφισβητήθηκε από τους λογοτεχνικούς κύκλους όσο λίγοι και πέθανε το 1994 – επίσημη εκδοχή η πνευμονία. Προκλητικά, χλευαστικά, ταυτόχρονα ευαίσθητα και χιουμοριστικά τα κείμενα του, πάντα αυτοβιογραφικά, απωθούσαν, τουλάχιστον όσο ζούσε, τους Αμερικανούς, καθώς αντικατόπτριζαν το περιθώριο και την αναρχική πλευρά της κοινωνίας τους. Αντιθέτως, αγαπήθηκαν ιδιαίτερα από το ευρωπαϊκό κοινό.
Η Σώτη Τριανταφύλλου σε αυτή την έκδοση μεταφράζει ανέκδοτα ποιήματα που ανήκουν στην τρίτη και τελευταία περίοδο της πορείας του και εκδόθηκαν για πρώτη φορά το 2004 από τον αμερικανικό εκδοτικό οίκο Harper Collins. Μοιάζουν με μικρά πεζογραφήματα και συνοψίζουν την ίδια του τη ζωή: τα παιδικά βιώματα, οι αναμνήσεις από τον πατέρα, ο εθισμός στο αλκοόλ, το σεξ, η ίδια η ποιητική του δραστηριότητα, συνυπάρχουν με την οδύνη της αρρώστιας που τον βασάνιζε τα τελευταία χρόνια της ζωής του και τις συνεχείς επισκέψεις του στο νοσοκομείο.«Στις περισσότερες γυναίκες δεν αρέσει ο Τσαρλς Μπουκόφσκι. Δε αποτελώ εξαίρεση», γράφει στην εισαγωγή η Σώτη Τριανταφύλλου αλλά συνεχίζει, « όταν διάβασα πρώτη φορά ποιήματα του Μπουκόφσκι – «η αγάπη είναι ένα σκυλί απ’ την κόλαση»- παραδέχτηκα πως εκτός από τις «άγριες νύχτες» με τρελές και δυστυχισμένες γυναίκες ήξερε να γράφει με βαθιά συμπόνια για την αγριότητα, τη νύχτα, την τρέλα και τη δυστυχία που βρίσκεται μέσα μας. Για ό,τι μας οδηγεί σε πράξεις τραγικές και αστείες’ για ό,τι μας κάνει τη μια στιγμή μεγαλειώδεις και την άλλη γελοίους…»
σχετικά με την αλληλογραφία τώρα τελευταία «όλο λαβαίνω γράμματα, όλο και περισσότεροι αναρωτιούνται αν πέθανα στ’ αλήθεια, άκουσαν, λένε, ότι πέθανα. τι να πω, μάλλον φταίει η ηλικία μου και το αλκοόλ που έχω καταπιεί, που εξακολουθώ να καταπίνω. έπρεπε να ‘χω πεθάνω προ πολλού. Ε, θα γίνει κι αυτό. ποτέ δεν μ’ ενδιέφερε και τόσο η ζωή: παραείναι σκληρή δουλειά. Δουλειά για σκλάβους.(…) στο μεταξύ, όπως όλος ο κόσμος ,κάνω ό,τι κάνω και περιμένω.(…) αυτό μου θύμισε ότι δεν λαβαίνω πια γράμματα από νεαρές κυρίες που εσωκλείουν γυμνές φωτογραφίες λέγοντας μου ότι θα ‘θέλαν να μου κάνουν το νοικοκυριό και να μου γλείφουν τα γραμματόσημα. να δεις που ελπίζουν ότι δεν μου σηκώνεται πια…» άλλη μια μέρα« ο ήλιος της νιότης μου που έμοιαζε με υδράργυρο χάθηκε και τα τρελά κορίτσια ανήκουν σε άλλους καθώς οδηγώ προς το πλυντήριο και παρατηρώ τ’ αγόρια να το γυαλίζουν ως εκεί που δεν πάει άλλο. εκεί που στέκομαι και παρατηρώ συνειδητοποιώ ότι πάρα πολύς καιρός, γλίστρησε μέσα απ’ τα χέρια μου, πολλά χρόνια χάθηκαν και τώρα ο χρόνος που μου απέμεινε εδώ είναι λίγος. πηγαίνω στο αυτοκίνητο μου, δίνω στον κύριο ένα δολάριο για φιλοδώρημα, μπαίνω, ο ήλιος της νιότης μου που έμοιαζε με υδράργυρο χάθηκε ξεκινάω, στρίβω αριστερά, στρίβω δεξιά. κάπου πηγαίνω. τα χέρια μου στο τιμόνι. κοιτάζω νευρικά τον κεντρικό καθρέφτη παρα είμαι γέρικο θήραμα πια για τους νέους κυνηγούς. σταματάω στο κόκκινο φανάρι. ωραία μέρα για τους νέους και τους δυνατούς κι εγώ ζω εδώ πέρα για πάρα πολύ καιρό. ύστερα ανάβει πράσινο και συνεχίζω.»