Είναι μια πόλη μεγάλη.
Μητρόπολη. Με απόρθητες πύλες που ανοίγουν μόνο από μέσα. Τριγύρω τα τείχη ορθώνονται ψηλά. Έτσι που να μην βλέπεις απ’έξω τίποτα. Οι κάτοικοι που βρίσκονται μέσα παρατηρούν τον έξω κόσμο απο μικρά, στενά παραθυράκια σαν χαραματιές στους μεγάλους πέτρινους προμαχώνες. Η πόλη είναι τεράστια. Σαν μικρογραφία της ίδιας της Γής.
Απλώνεται στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, και οι γειτονιές της μοιάζουν με τες ηπείρους. Μέσα της υπάρχουν οι τέσσερις εποχές, ωριαίες άτρακτοι, η μέρα και η νύχτα. Είναι τόσο μεγάλη που στα τείχη της μέσα υπάρχουν λίμνες μεγάλες σαν θάλασσες, οροσειρές και βουνά χιονισμένα, κρατήρες, ηφαίστεια και χαράδρες. Ρήγματα σχίζουν τη γή και ποτάμια κυλούν μανιασμένα να φτάσουν στη θάλασσα. Από γειτονιά σε γειτονιά διαφέρουν πολλά. Η αρχιτεκτονική, η γλώσσα, η φύση των ανθρώπων και η ιδιοσυγκρασία τους. Ζουν όλοι μαζί αυτή την αναγκαστική πολυμορφία και τη διαφορετικότητα. Και πολλές φορές, αυτά γίνονται αφορμή για συγκρούσεις. Άγριες διαμάχες ξεσπούν στην πόλη, συνήθως μεταξύ των γειτονιών, με νεκρούς, τραυματίες και πρόσφυγες. Οι πόλη, εκτός απο τον βασιλιά της, έχει και τοπικούς άρχοντες, που εκλέγονται σε κάθε γειτονιά. Κάθε περιοχή έχει τους δικούς της νόμους, τη δική της ιεραρχία. Πολλές φορές και το δικό της νόμισμα. Για την ακρίβεια, στην πόλη αυτή υπάρχουν διαφορετικές θρησκείες, ξεχωριστοί στρατοί που υπερασπίζονται την κάθε γειτονιά, και διαφορετικά συμφέροντα.
Οι άνθρωποι μέσα στην πόλη ζουν κανονικά όπως όλοι μας. Μόνο που βρίσκονται κλεισμένοι πίσω από τα τείχη. Κανένας δεν μπορεί να μπει στην πόλη και κανένας δεν μπορεί να βγει απ’αυτή. Η επιλογή είναι μόνο δική τους. Ολόκληρη η πόλη αποφάσισε και τηρεί με ευλάβεια και προσήλωση αυτή της την επιλογή. Πιστεύουν πως δεν υπάρχει κανένας λόγος να έρθουν σ’επαφή με τον έξω κόσμο. Κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφικό. Κρατούν τις πύλες τους ερμητικά κλειστές προσπαθώντας να διαφυλάξουν την ανωτερότητα τους. Πιστεύουν πως η επαφή με τον έξω κόσμο θα μολύνει τις αξίες της κοινωνίας τους και θα ασχημίσει το περιβάλλον τους. Θέλουν να αποφύγουν πιθανούς πολέμους και περισσότερες αιματοχυσίες. Θεωρούν τον έξω κόσμο βάρβαρο και απάνθρωπο. Έτοιμο να διαλύσει και να εξαφανίσει την πόλη τους από το χάρτη. Ακόμα και την οικονομία τους θέλουν να διαφυλάξουν. Ποιος έχει εμπιστοσύνη στην οικονομία των “απ’έξω”; Αν ανοίξουν οι πύλες και αναμειχθούν οι οικονομίες , το νόμισμα τους μπορεί να μην αντέξει και να πτωχεύσουν. Δεν θέλουν άλλους Θεούς, δεν θέλουν άλλους σοφούς. Οι δικοί τους είναι αρκετοί. Νοιώθουν αυτάρκεις και ασφαλείς στη σιγουριά που τους προσφέρει η απομόνωση τους. Δεν αμφισβητούν ποτέ την απόφαση τους να μείνουν αποκομμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο. Είναι σίγουροι πως το αντίθετο θα έφερνε ατέλειωτα αλυσιδωτά κακά στην πόλη τους.
Έτσι η παρθένα αυτή πόλη συνεχίζει να ζει μια παράλληλη ζωή με τον υπόλοιπο κόσμο, χωρίς να σκέφτεται ούτε λεπτό πως αυτό που υπάρχει μέσα της είναι το ίδιο με αυτό που υπάρχει έξω. Πως όσα φοβάται οτι συμβαίνουν έξω απο τα τείχη της, στον εχθρικό και βάρβαρο κόσμο της ακολασίας, δεν διαφέρουν σε τίποτα απο εκείνα που διαδραματίζονται καθημερινά στους δρόμους και στις δικές τις γειτονιές της. Οι απειλές που προσπαθεί να αποτρέψει, συμβαίνουν ήδη μέσα της με ακόμα χειρότερες συνέπειες. Οι πόλεμοι, η δυστυχία και η μιζέρια, δεν βρίσκονται έξω απο τα πέτρινα μεγάλα τείχη της, αλλά μέσα. Δεν υπάρχει γι’αυτή της πόλη μεγαλύτερος εχθρός από τον ίδιο της τον εαυτό. Το ψηλότερο της τείχος, το πιο αδιαπέραστο, δεν είναι εκείνο με τους ογκόλιθους και τις πολεμίστρες, αλλά ο φόβος και ο δαίμονας του άγνωστου. Η κόλαση που θέλει να αποφύγει παίρνει σάρκα και οστά στο πρόσωπο του φόβου που συντηρεί.
Οι κάτοικοι της πόλης στοίβαξαν τις φοβίες τους στις πλάτες του τέρατος που ονόμασαν “έξω κόσμος”. Τίποτα απ’όσα συμβαίνουν στην πόλη δεν φαίνεται τόσο κακό ή τόσο διεφθαρμένο αν το συγκρίνει κανείς με αυτά που οι κάτοικοι πιστεύουν ότι γίνονται έξω. Είναι μια παρηγοριά αυτή η σύγκριση κι ας μην ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Νοιώθουν καλά που καταφέρνουν να διαφυλάξουν το περίκλειστο της πόλης τους μετατρέποντας το σε ότι πιο πολυτιμότερο έχουν. Αυτός ο κοινός στόχος, τους ενώνει, τους δυναμώνει. Είναι ο λόγος για τον οποίο νοιώθουν όχι μόνο ξεχωριστοί αλλά και ανώτεροι από τον υπόλοιπο κόσμο. Η μοναδικότητα τους είναι το αποτέλεσμα της θυσίας τους να ζήσουν απομονωμένοι, αμόλυντοι και αγνοί. Οι “έξω” άνθρωποι θα ζήσουν τη μικρή και σύντομη ζωή τους στα λιμνάζοντα νερά της βρόμικης καθημερινότητας τους . Νοιώθουν οίκτο καμιά φορά για τις αμαρτίες που σέρνουν πίσω τους οι μαύρες ψυχές των ανθρώπων έξω από τα τείχη. Αν γεννιόντουσαν μέσα στην πόλη, θα είχαν την ευκαιρία, οι καημένοι, να σώσουν τη ψυχή τους και να ζήσουν μια υγιή και όμορφη ζωή.
Από την άλλη, ο υπόλοιπος κόσμος που βλέπει απο μακριά την κλειστή οχυρωμένη πόλη, φτιάχνει με το μυαλό του τα ίδια παραμύθια από την ανάποδη. Πίσω από τα τείχη και τις πολεμίστρες, φαντάζονται επίγειους παράδεισους και πανέμορφες ιδανικές πολιτείες. Χωρίς πολέμους και αδικίες. Χωρίς φθόνο και εκδίκηση. Γαλήνιους ανθρώπους που ζούν ειρηνικά σε αρμονία με τη φύση και το περιβάλλον. Ευφυείς κάτοικους μιας πόλης υπόδειγμα που ούτε στα όνειρα τους δεν θα μπορούσαν να φτάσουν. Συχνά η οχυρωμένη πόλη γίνεται αφορμή για έντονες συζητήσεις και πολλέςφορές, μέτρο σύγκρισης για τις κυβερνήσεις. Ποιητές της εξυμνούν και τα παιδιά στα σχολεία γράφουν εκθέσεις για την όμορφη οχυρωμένη πόλη. Η προσήλωση των κατοίκων της στις δικές τους αξίες, έγινε παράδειγμα για την διεφθαρμένη κοινωνία των “έξω”.
Στην πραγματικότητα, η πόλη και ο έξω κόσμος δεν διαφέρουν σε τίποτα. Η πόλη είναι η μικρογραφία εκείνου που υπάρχει έξω. Όλα τα καλά και τα κακά των ανθρώπων υπάρχουν εκεί που ζουν οι άνθρωποι. Και κανένα τείχος ή οχυρωματικό έργο δεν μπορεί να κλείσει απ’έξω τον φθόνο, την απληστία, την κακία ή το μίσος. Τίποτα δεν μπορεί να μας προστατεύσει από τον εαυτό μας.
Η παρθένα πόλη είναι απλά μια παρηγοριά πως κάπου έξω, υπάρχει κάτι καλύτερο. Υπάρχει κάτι που ακόμα μπορεί να μας σώσει.
Πρωτοδημοσιεύτηκε στην AvantGarde