«Όταν η βρετανική κυβέρνηση μασάει τα λόγια της για την αυθαίρετη κράτηση και την κακομεταχείριση στο Γουαντάναμο, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες αγνοούν την απόλυτη απαγόρευση των βασανιστηρίων, όταν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις σιωπούν για τα πεπραγμένα τους στις έκνομες μεταγωγές, τον ρατσισμό και τους πρόσφυγες, υπονομεύουν το ίδιο τους το ηθικό κύρος να μιλούν για τα ανθρώπινα δικαιώματα σε άλλα μέρη του κόσμου».
ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Ετήσια Έκθεση 2006:
Οι φτωχοί και οι μειονεκτούντες της υφηλίου είναι εκείνοι που πληρώνουν το τίμημα του πολέμου κατά της τρομοκρατίας
Το 2005 ήταν μια χρονιά αντιφάσεων, κατά την οποία τα σημάδια ελπίδας για τα ανθρώπινα δικαιώματα υπονομεύτηκαν μέσα από την εξαπάτηση και τις ανεκπλήρωτες υποσχέσεις ισχυρών κυβερνήσεων, δήλωσε η Διεθνής Αμνηστία σήμερα, δίνοντας στη δημοσιότητα την ετήσια έκθεσή της.
Στην ομιλία της κατά την παρουσίαση της Ετήσιας Έκθεσης 2006 της Διεθνούς Αμνηστίας, η Γενική Γραμματέας της οργάνωσης, Αϊρίν Χαν, δήλωσε ότι το πρόγραμμα ασφαλείας των ισχυρών και προνομιούχων υφάρπαξε την ενεργητικότητα και την προσοχή της υφηλίου από τις σοβαρές καταστάσεις κρίσης ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε άλλους τομείς.
«Οι κυβερνήσεις, συλλογικά και μεμονωμένα, παρέλυσαν διεθνείς θεσμούς και σπατάλησαν δημόσιους πόρους επιδιώκοντας στενά συμφέροντα ασφαλείας, θυσίασαν αρχές στο όνομα του ‘πολέμου κατά της τρομοκρατίας’ και έκλεισαν τα μάτια στις μαζικές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αποτέλεσμα ήταν η υφήλιος να πληρώσει βαρύ τίμημα, όσον αφορά τη διάβρωση θεμελιωδών αρχών και την τεράστια ζημιά που προκλήθηκε στις ζωές και τα μέσα διαβίωσης των απλών ανθρώπων», δήλωσε η κ. Χαν.
«Η διακεκομμένη προσοχή και οι ασθενικές ενέργειες των Ηνωμένων Εθνών και της Αφρικανικής Ένωσης για το Νταρφούρ ήταν αξιοθρήνητα ελλειμματικές σε σύγκριση με το τι ήταν αναγκαίο», επισήμανε η κ. Χαν, αναφερόμενη σε μια σύγκρουση που έχει στοιχίσει χιλιάδες ζωές και έχει εκτοπίσει εκατομμύρια ανθρώπους, ενώ συνεχίζουν να διαπράττονται από όλες τις πλευρές εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
Κατά το 2005, το Ιράκ βυθίστηκε σε μια δίνη φατριαστικής βίας. Η κ. Χαν προειδοποίησε: «Όταν οι ισχυροί είναι τόσο αλαζόνες, ώστε να μην αναθεωρούν και να μην επανεκτιμούν τις στρατηγικές τους, το βαρύτερο τίμημα το πληρώνουν οι φτωχοί και οι ανίσχυροι – στην περίπτωση αυτή, οι απλοί Ιρακινοί, γυναίκες, άντρες και παιδιά».
Το Ισραήλ και τα Κατεχόμενα Εδάφη εξαφανίστηκαν από τη διεθνή προσοχή το 2005, με αποτέλεσμα να ενταθούν η δυστυχία και η απελπισία των Παλαιστινίων και οι φόβοι του ισραηλινού πληθυσμού.
Η κτηνωδία και η ένταση των επιθέσεων από ένοπλες ομάδες το 2005 έφτασε σε νέα επίπεδα, στοιχίζοντας βαρύ τίμημα σε ανθρώπινες ζωές.
«Η τρομοκρατία από ένοπλες ομάδες είναι αδικαιολόγητη και απαράδεκτη. Οι δράστες πρέπει να προσαχθούν στη δικαιοσύνη – μέσα όμως από δίκαιη δίκη, όχι βασανιστήρια ή μυστική κράτηση. Δυστυχώς, η αυξανόμενη κτηνωδία αυτών των περιστατικών σε ολόκληρο τον κόσμο πέρυσι αποτελεί άλλη μια πικρή υπενθύμιση ότι ο ‘πόλεμος κατά της τρομοκρατίας’ αποτυγχάνει και θα συνεχίσει να αποτυγχάνει μέχρις ότι δοθεί προτεραιότητα στα ανθρώπινα δικαιώματα και την ανθρώπινη ασφάλεια έναντι των στενών συμφερόντων εθνικής ασφαλείας», τόνισε η κ. Χαν.
«Όμως κατά το 2005 την απελπισία αντιπάλεψαν ξεκάθαρα σημάδια ελπίδας».
Την περασμένη χρονιά σημειώθηκε μια από τις μεγαλειωδέστερες κινητοποιήσεις της κοινωνίας των πολιτών στη μάχη κατά της φτώχειας και στον αγώνα για οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα. Η Διάσκεψη Κορυφής του ΟΗΕ, που επανεξέτασε την πρόοδο για την υλοποίηση των Αναπτυξιακών Στόχων της Χιλιετίας, έδειξε την οικτρή αποτυχία των κυβερνήσεων να συνοδεύσουν με πράξεις τις υποσχέσεις. Για παράδειγμα, στα λόγια οι κυβερνήσεις στήριξαν τα ανθρώπινα δικαιώματα των γυναικών, όμως δεν εκπλήρωσαν τους διεθνείς στόχους για ίση πρόσβαση των κοριτσιών στην παιδεία.
Το 2005, η έκκληση για δικαιοσύνη είχε άλλη μία επιτυχία, καθώς το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο εξέδωσε τις πρώτες του παραπομπές σε δίκη για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και εγκλήματα πολέμου στην Ουγκάντα. Η ασυλία πρώην Αρχηγών Κρατών δέχτηκε πλήγμα στη Λατινική Αμερική, καθώς ο Αουγκούστο Πινοσέτ τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό και εκτελέστηκε διεθνές ένταλμα σύλληψης σε βάρος του Αλμπέρτο Φουχιμόρι.
Οι ισχυρές κυβερνήσεις κλήθηκαν να λογοδοτήσουν από τα δικαστήριά τους και τους δημόσιους θεσμούς τους. Το ανώτατο δικαστήριο της Βρετανίας απέρριψε το σχέδιο της κυβέρνησης να χρησιμοποιεί αποδεικτικά στοιχεία που αποσπάστηκαν με βασανιστήρια. Το Συμβούλιο της Ευρώπης και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κίνησαν έρευνες για την ανάμιξη της Ευρώπης στις αμερικανοκίνητες ‘έκτακτες αποδόσεις’, δηλαδή στην έκνομη μεταγωγή κρατουμένων σε χώρες όπου κινδυνεύουν να υποβληθούν σε βασανιστήρια ή άλλες καταπατήσεις.
Η μία αποκάλυψη μετά την άλλη ξεσκέπασαν τον βαθμό στον οποίο οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις υπήρξαν συνεργοί των Ηνωμένων Πολιτειών στο έγκλημα, αψηφώντας την απόλυτη απαγόρευση των βασανιστηρίων και της κακομεταχείρισης και αναθέτοντας τα βασανιστήρια σε «εξωτερικούς συνεργάτες», μέσω της μεταγωγής κρατουμένων σε κράτη όπως η Αίγυπτος, η Ιορδανία, το Μαρόκο, η Σαουδική Αραβία και η Συρία, που είναι γνωστό ότι χρησιμοποιούν βασανιστήρια.
«Δυστυχώς, αντί να αποδεχτούν και να καλωσορίσουν τις προσπάθειες δικαστηρίων και κοινοβουλίων να αποκαταστήσουν τον σεβασμό προς τις θεμελιώδεις αρχές ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μερικές κυβερνήσεις αποπειράθηκαν να βρουν νέους τρόπους να παρακάμψουν τις υποχρεώσεις τους», επισήμανε η κ. Χαν.
Η Βρετανία επιδίωξε «διπλωματικές διαβεβαιώσεις» -δηλαδή εγγυήσεις στα χαρτιά- προκειμένου να μπορεί να επαναπροωθεί ανθρώπους σε χώρες όπου μπορεί να αντιμετωπίσουν βασανιστήρια.
Νέα νομοθεσία στις ΗΠΑ επαναβεβαίωσε την απαγόρευση των βασανιστηρίων και άλλων μορφών κακομεταχείρισης, παρά τις αντιδράσεις του Προέδρου Μπους, αλλά στη συνέχεια περιόρισε σοβαρά το δικαίωμα των κρατουμένων στο Γουαντάναμο να εξετάζεται η μεταχείρισή τους στα ομοσπονδιακά δικαστήρια.
«Όπως ακριβώς πρέπει να καταδικάζουμε τις τρομοκρατικές επιθέσεις εναντίον αμάχων με τον εντονότερο δυνατό τρόπο, έτσι πρέπει και να αντιστεκόμαστε στους ισχυρισμούς των κυβερνήσεων ότι ο τρόμος μπορεί να καταπολεμηθεί με τα βασανιστήρια. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι παραπλανητικοί, επικίνδυνοι και εσφαλμένοι – δεν μπορείς να σβήσεις τη φωτιά ρίχνοντας βενζίνη», τόνισε η κ. Χαν.
«Η διγλωσσία και τα διπλά μέτρα και σταθμά των ισχυρών κυβερνήσεων είναι επικίνδυνα διότι αποδυναμώνουν την ικανότητα της διεθνούς κοινότητας να αντιμετωπίσει προβλήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων όπως εκείνα στο Νταρφούρ, την Τσετσενία, την Κολομβία, το Αφγανιστάν, το Ιράν, το Ουζμπεκιστάν και τη Βόρεια Κορέα. Επιτρέπουν στους δράστες σε αυτές και άλλες χώρες να δρουν με ατιμωρησία».
«Όταν η βρετανική κυβέρνηση μασάει τα λόγια της για την αυθαίρετη κράτηση και την κακομεταχείριση στο Γουαντάναμο, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες αγνοούν την απόλυτη απαγόρευση των βασανιστηρίων, όταν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις σιωπούν για τα πεπραγμένα τους στις έκνομες μεταγωγές, τον ρατσισμό και τους πρόσφυγες, υπονομεύουν το ίδιο τους το ηθικό κύρος να μιλούν για τα ανθρώπινα δικαιώματα σε άλλα μέρη του κόσμου».
«Σε μια χρονιά που ο ΟΗΕ δαπάνησε πολύ χρόνο συζητώντας την αναμόρφωση και τη σύσταση των κυριότερων θεσμών του, παρέλειψε να δώσει προσοχή στα πεπραγμένα δύο καίριων μελών του -της Κίνας και της Ρωσίας- που επιτρέπουν σταθερά στα στενά πολιτικά και οικονομικά τους συμφέροντα να υπερτερούν των ανησυχιών για τα ανθρώπινα δικαιώματα, τόσο στο εσωτερικό όσο και διεθνώς».
«Εκείνοι που φέρουν τη μεγαλύτερη ευθύνη για τη διαφύλαξη της παγκόσμιας ασφάλειας στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, αποδείχθηκε το 2005 ότι είναι και οι πιο πρόθυμοι να παραλύσουν το Συμβούλιο και να το εμποδίσουν να προβεί σε αποτελεσματικές ενέργειες για τα ανθρώπινα δικαιώματα».
«Οι ισχυρές κυβερνήσεις παίζουν ένα επικίνδυνο παιχνίδι με τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ο πίνακας αποτελεσμάτων των παρατεταμένων συγκρούσεων και των ογκούμενων καταπατήσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων βρίσκεται σε κοινή θέα».
Το 2005 σημειώθηκε η αρχή της μεταστροφής της στάσης του κοινού. «Η πίεση, που κάνει την εμφάνισή της, πρέπει να χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικά για να μετατραπεί σε δράση η διεθνής ανευθυνότητα», παρότρυνε η κ. Χαν.
Τα κυριότερα αιτήματα της Διεθνούς Αμνηστίας το 2006 είναι τα εξής:
– Προς τα Ηνωμένα Έθνη και την Αφρικανική Ένωση, να αντιμετωπίσουν τη σύρραξη και να θέσουν τέρμα στις καταπατήσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Νταρφούρ.
– Προς τα Ηνωμένα Έθνη, να διαπραγματευτούν τη σύναψη Συνθήκης για το Εμπόριο Όπλων, η οποία να διέπει το εμπόριο των όπλων μικρού διαμετρήματος έτσι ώστε να μην μπορούν να χρησιμοποιούνται για τη διάπραξη καταπατήσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
– Προς την κυβέρνηση των ΗΠΑ, να κλείσει το στρατόπεδο κράτησης του Γουαντάναμο και να αποκαλύψει τα ονόματα και τους τόπους κράτησης όλων των υπόλοιπων κρατουμένων του ‘πολέμου κατά της τρομοκρατίας’.
– Προς το νέο Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, να επιμείνει σε ίσα πρότυπα σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από όλες τις κυβερνήσεις, είτε πρόκειται για το Νταρφούρ είτε για το Γουαντάναμο, την Τσετσενία ή την Κίνα.
«Το πολιτικό και ηθικό κύρος των κυβερνήσεων θα κρίνεται όλο και περισσότερο με γνώμονα τη στάση τους στα ανθρώπινα δικαιώματα στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Περισσότερο παρά ποτέ, ο κόσμος έχει ανάγκη οι χώρες εκείνες που διαθέτουν ισχύ και διεθνή επιρροή -τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ καθώς και οι χώρες που φιλοδοξούν να γίνουν μέλη του- να συμπεριφέρονται με υπευθυνότητα και σεβασμό για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Οι κυβερνήσεις πρέπει να σταματήσουν να παίζουν παιχνίδια με τα ανθρώπινα δικαιώματα», τόνισε καταλήγοντας η κ. Χαν.