Καθισμένος στο ψηλό βουνό αγνάντευε τον ορίζοντα πέρα ως πέρα αναζητώντας την καινούργια του ιδέα. Αυτός είχε δώσει την αρσενική ιδιότητα στον εαυτό του και από τότε τον λένε Χριστό, Βούδα και Μωάμεθ. Κάποτε μιλούσαν για την Αφροδίτη και οι παρθένες χάριζαν το τραγούδι απ’ το τζιτζίκι τους στην αφεντιά της. Αυτός είχε φτιάξει τις ιδέες της ελευθερίας και της δικαιοσύνης για να δικαιολογήσει την ανακάλυψη του σιδήρου και του φόνου. Για να δικαιολογήσει τη μάστιγα και τη συμφορά που έφερε το δημιούργημα του παραβαίνοντας τις εντολές του.
Το ποίμνιο του ,με τη σειρά του κι’ αυτό δικαιολόγησε την παιδεία και έτσι την εδραίωσε, την έκανε λάβαρο και σημαία, εθνική γιορτή και τραγωδία.
Ήταν ο ένας , ο μοναδικός, ο super star της πλάσης.
Διάσημος μουσικός, συγγραφέας, ποιητής και μονομάχος, εξερευνητής, βιαστής και δάσκαλος.
Αυτός ξεδίψασε σε ποταμούς και δάμασε τα άλογα και τους χοίρους.
Μα τώρα τον βλέπω να δακρύζει και τον πλησιάζω και τον ρωτώ με συμπόνια περισσή να μου πει τι τον βασανίζει. Στην αρχή σιωπούσε, τότε τον άγγιξα στον ώμο. Και μίλησε.
Χρειάζομαι μια αγκαλιά, σιγοψιθύρισε λυγισμένος . Μια απλή αγκαλιά.
Ξαφνικά ξεκίνησε να ψιλοβρέχει. Με τις πρώτες σταγόνες της βροχής άρχισε το πρόσωπο του να μεταμορφώνεται. Με μαγικό και ανεξήγητο τρόπο φαινόταν σα να είχε τόσο πολύ γεράσει. Η βροχή δυνάμωνε, τα ρούχα του γίνονταν πιο πολύ κουρέλια, η φωνή του ακουγόταν πιο πολύ βραχνή, τα χέρια του ρυτίδωσαν ,ώσπου δυσκολευόμουν να ξεχωρίσω τη μορφή του από το δέντρο που στη βάση του καθόταν.
Ξαφνικά ένιωσα φοβισμένος και μόνος, άηχος και γυμνός. Μπροστά σ ’αυτή μου την περίεργη συνάντηση μια έντονη εξάντληση με κυρίευσε. Το φώς μου χανόταν σταδιακά. Αμέσως σκέφτηκα την απόσταση που είχα να διανύσω για να κατέβω από εκείνο το ψηλό βουνό απ’ όπου αγναντεύεις τον ορίζοντα. -Χρειάζομαι βοήθεια Θεέ μου, πως θα τα καταφέρω;
Τότε ένιωσα ένα χέρι να με αγγίζει απαλά στον ώμο. Μου είπε να μη φοβάμαι και πως όλα θα πάνε καλά. Μια ζεστασιά κυρίευσε το σώμα μου και άρχισα να ξαναβρίσκω τη δύναμη και το φως μου.
Τότε την είδα. Να κάθετε δίπλα μου. Με τα πλούσια μαύρα μαλλιά της .Σαν τότε που με γέννησε.
Η μητέρα μου.
Τα κατάλαβα όλα. Ο άντρας που συνάντησα ήταν αυτός που πάντα έμελλε να συναντήσω. Ο ένας και μοναδικός. Ο απελπισμένος και τραγικός θεός. Σε εκείνο το ψηλό σημείο τον είδα. Μόνο και έρημο να σβήνει θλιμμένος. Εγκαταλειμμένος από τον ίδιο του τον εαυτό. Αιώνιος και άπειρος. Η μεταμόρφωση του ήταν η αποκάλυψη προς εμένα της θηλυκής του πλευράς.
Η επαφή μου μαζί του ήταν η δοκιμασία μου. Καθώς άρχισα να σβήνω, μετρούνταν οι αμαρτίες μου. Ήταν η πιο κρίσιμη και αποφασιστική στιγμή και για τη δική μου αιωνιότητα και ξαφνικά το άγγιγμα της μητέρας μου με έσωσε.
Από τότε περάσαμε άπειρους αιώνες μαζί αγαπημένοι.
Έμαθα πως στον παράδεισο εισέρχονται άντρες οι οποίοι στη γήινη ζωή τους κατάφεραν να αγαπήσουν, να είναι τρυφεροί, να αγκαλιάζουν και να προστατεύουν. Το τελειότερο πλάσμα της γης. Τη μητέρα τους, την αδελφή και τη γυναίκα τους.
Άντρες που ο αντρισμός τους να πηγάζει από τη λατρεία της θηλυκότητας.
Δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην free-press εφημερίδα Avant-Garde