“…Το χειρότερο πράγμα σχετικά με τα αυτοκίνητα είναι ότι είναι σαν κάστρα ή σαν βίλες δίπλα στη θάλασσα: πολυτελή αγαθά τα οποία εφευρέθηκαν για την αποκλειστική ευχαρίστηση μιας πολύ πλούσιας μειοψηφίας και τα οποία σαν φύση και σαν σύλληψη ποτέ δεν προορίζονταν για τον απλό λαό. Αντίθετα με την ηλεκτρική σκούπα, το ράδιο ή το ποδήλατο, τα οποία διατηρούν τη χρηστική τους αξία ακόμα και σήμερα και που όλοι έχουν από ένα, το αυτοκίνητο όπως μια παραθαλάσσια βίλα, είναι επιθυμητό και χρήσιμο τόσο μόνο όσο οι μάζες δεν έχουν από ένα. Αυτό εξηγεί γιατί το αυτοκίνητο τόσο σαν έννοια όσο και σαν πρωταρχικός σκοπός, είναι ένα αγαθό πολυτελείας και η ουσία της πολυτέλειας του είναι ακριβώς αυτή η δυσκολία του να μαζικοποιηθεί. Αν όλοι είχαν ένα πολυτελές αγαθό, κανείς δε θα είχε κοινωνικά προνόμια από αυτό…”
“…Όταν εφευρέθηκε το αυτοκίνητο αποσκοπούσε στο να προσφέρει σε μερικούς από τους πολύ πλούσιους ένα εντελώς καινούριο προνόμιο: αυτό του να μετακινείσαι πολύ γρηγορότερα από οποιονδήποτε άλλον. Κανένας τους μέχρι τότε δεν το είχε ονειρευτεί αυτό. Η ταχύτητα όλων των λεωφορείων ήταν τελικά η ίδια και για τους φτωχούς και για τους πλούσιους. Οι άμαξες των πλουσίων δεν κινούνταν καθόλου γρηγορότερα από το κάρο ενός αγρότη και τα τρένα μετακινούσαν οποιονδήποτε με την ίδια ταχύτητα (δε διαφοροποίησαν την ταχύτητά τους μέχρι την στιγμή που άρχισαν να ανταγωνίζονται το αυτοκίνητο και το αεροπλάνο). Έτσι, μέχρι το τέλος του αιώνα, η κοινωνική ελίτ δεν ταξίδευε με διαφορετική ταχύτητα από τον απλό λαό. Το αυτοκίνητο θα τα άλλαζε όλα αυτά. Για πρώτη φορά οι ταξικές διαφορές θα επεκτείνονταν στην ταχύτητα και στα μέσα μεταφοράς…”
“…Οι άνθρωποι έτρεχαν να αγοράσουν αυτοκίνητα μέχρι που η εργατική τάξη άρχισε να τα αγοράζει και αυτή, οπότε οι εξαπατημένοι αυτοκινητιστές άρχισαν να καταλαβαίνουν τι γίνεται. Τους υποσχέθηκαν ένα προνόμιο της μπουρζουαζίας, χρεώθηκαν για να το αποκτήσουν και τώρα είδαν ότι ο οποιοσδήποτε θα μπορούσε να αποκτήσει ένα. Ποιο το όφελος από ένα προνόμιο, αν μπορεί να το έχει ο καθένας; Είναι παιχνίδι ηλιθίων. Χειρότερα, στρέφει τον έναν ενάντια στον άλλον. Γενική παράλυση προκαλείται από μια γενική σύγκρουση. Γιατί όταν ο καθένας απαιτεί το δικαίωμα να οδηγήσει στην προνομιούχα ταχύτητα της μπουρζουαζίας, τα πάντα οδηγούνται σε παύση και η ταχύτητα της κίνησης των οχημάτων στην πόλη πέφτει κατακόρυφα πιο κάτω απ’ αυτή της άμαξας. Στη Βοστόνη όπως και στο Παρίσι, στη Ρώμη ή στο Λονδίνο, στις ώρες αιχμής η μέση ταχύτητα στους ανοιχτούς δρόμους πέφτει κάτω απ’ την ταχύτητα ενός ποδηλάτη…”
Ο Αντρέ Γκορζ (Φεβρουάριος 1923 – 24 Σεπτεμβρίου, 2007), γεννημένος Γκέρχαρντ Χιρτς (Gerhard Hirsch) επίσης γνωστός με το δημοσιογραφικό του όνομα Μισέλ Βοσκέ (Michel Bosquet) ήταν Αυστριακός και Γάλλος κοινωνικός φιλόσοφος. Ως δημοσιογράφος ήταν το 1964 συνιδρυτής της εβδομαδιαίας πολιτικής επιθεώρησης Le Nouvel Observateur. Ήταν επίσης υποστηρικτής της υπαρξιστικής εκδοχής του Μαρξισμού του Ζαν Πολ Σαρτρ μετά τον Πόλεμο. Το Μάη του ‘68 διαχώρισε τη θέση του και στράφηκε στην πολιτική οικολογία, γενόμενος μία από τις ηγετικές φυσιογνωμίες της. Το κεντρικό θέμα της ενασχόλησής του ήταν η απελευθέρωση από την εργασία, η δίκαιη κατανομή της εργασίας, η εργασία ως κοινωνική αποξένωση, κ.λπ. Ήταν επίσης ένας από τους υποστηρικτές του εγγυημένου ελάχιστου εισοδήματος.
Ο 84χρονος φιλόσοφος αυτοκτόνησε μαζί με τη σύντροφό του, η οποία έπασχε από ανίατη ασθένεια στην κατοικία τους στο Βοσνόν, (24 Σεπτεμβρίου 2007). Για την «Ντορίν του» στο πρόσφατο βιβλίο «Ιστορία της Ντ., ιστορία μίας αγάπης» ο Γκορζ είχε γράψει: «Μόλις συμπλήρωσες τα 82, όμορφη, χαριτωμένη, ποθητή. Ζούμε μαζί 58 έτη και σε αγαπώ σήμερα περισσότερο από ποτέ. Εσχάτως, σε ξαναερωτεύτηκα άλλη μια φορά και να γνωρίζεις, φέρω μέσα μου ένα ‘κενό’, το οποίο εντούτοις με κατακλύζει, και που ξεπερνιέται μόνον όταν σε αγκαλιάζω».
Όλα αυτά τα χρόνια, ο Γκορζ άλλαξε πολλές ταυτότητες αλλά αγάπησε μία γυναίκα. Ασχολήθηκε με πολλές ιδέες, βέβαιος ότι οι ιδέες μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο, αλλά από τη φιλοσοφική του παιδεία έμαθε ότι δεν υπάρχουν καλές ιδέες χωρίς έρωτα, ότι η σκέψη είναι ερωτική. «Αφήνω πίσω μου βιβλία και αρχεία», λέει στη «Λιμπερασιόν.» «Το έργο μου φέρει την ταυτότητά μου. Όταν όμως πεθάνουμε και οι δύο, τι θα ξέρει ο κόσμος για την D.; Δεν έχω γράψει ποτέ γι’ αυτήν, παρά μονάχα στον “Προδότη”, κι εκεί πολύ αδέξια. Αισθάνθηκα την ανάγκη να ανασυνθέσω κάτι που υπήρξε. Είναι ένα προσωπικό βιβλίο που δεν θα μπορούσα να γράψω παρά απευθυνόμενος σ’ εκείνη, το έγραψα για ‘κείνη και για μένα». Ο τίτλος του είναι «Γράμμα στην D. Ιστορία ενός έρωτα», και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Galilee.
Το πραγματικό της όνομα δεν το γνωρίζουμε. Γεννήθηκε στην Αγγλία, η οικογένειά της διαλύθηκε στον πόλεμο, μεγάλωσε με τον νονό της σε μια μικρή παραλιακή πόλη, γνώρισε τον άνδρα της ζωής της ένα χιονισμένο βράδυ του 1947, όταν της ζήτησε να χορέψουν. «Μαζί σου ήμουν αλλού», της γράφει, «σ’ έναν ξένο τόπο, ξένος απέναντι στον ίδιο μου τον εαυτό. Μαζί σου μπορούσα να στείλω την πραγματικότητά μου διακοπές. Ήσουν το συμπλήρωμα τού απραγματοποίητου πραγματικού». Παιδιά δεν έκαναν, δεν ήταν έτοιμος εκείνος, πίστευε πως αφού δεν είχαν οικογένειες οι ίδιοι δεν είχε νόημα να φτιάξουν μια κι εκείνοι.