Θυμάμαι ότι δεν θυμάμαι τίποτα.
Αν αυτό λέει κάτι.
Νοιώθω στην ωμοπλάτη μου το απαλό βελούδινο ενός καναπέ.
Στο πρόσωπο με χτυπά το φως μιας τηλεόρασης.
Και ακατανόητα σχόλια μεταμεσονύκτιας εκπομπής.
Στο δεξί μου μπράτσο νοιώθω ένα βάρος που γεμίζει την κοιλότητα της αποψινής μου αγωνίας.
Ένα άλλοθι που με οδηγεί κατευθείαν στα κάτεργα της ηθικής.
Μια ρυθμική ζεστή ανάσα .
Κάποιος.
Κάτι.
Δεν ξέρω.
Βουλιάζω συνέχεια και παρασέρνομαι.
Αιώνια παγιδευμένος στην κινούμενη άμμο αυτής της νύχτας.
Δεν υπάρχει κάτι για το οποίο τώρα μπορώ να αποφασίσω.
Αφήνομαι να πάθω, να είμαι, να υπάρχω.
Και ξαφνικά μια κίνηση με ταράζει.
Νοιώθω να κινούμαι.
Από ένστικτο.
Η καρδιά μου κτυπά όλο και πιο γρήγορα.
Κάτι σαν αστράγαλος ακουμπά τα χείλη μου και μου δίνει μια αίσθηση επικοινωνίας.
Σφίγγω τις γροθιές και προσπαθώ να συγκεντρωθώ.
Ζάλη, δίνη, ηδονή.
Και μια πόρτα που τρίζει σαν πνιγμένος οργασμός.
Σωριάζομαι ξανά.
Το φως της τηλεόρασης ακόμα με τυφλώνει.
Εξακολουθώ να μην θυμάμαι τίποτα.
Στο βάθος κτυπούν οι πόρτες του ασανσέρ που έφτασε στο όροφο.
Το φως του περνά κάτω από την πόρτα.
Ακούω κλειδιά και κουβέντες.
Αν ένωνα της μαγικές στιγμές της ζωής μου σαν κουκίδες, ίσως να σχημάτιζα το πρόσωπο μου.
Ποιος ξέρει.