Αυτό που είμαι κι αυτό που φαίνομαι, που συνέχεια πολεμώ να τα ταυτίσω, θα έρθει μια μέρα που θα αποκρυσταλλωθούν. Θα μείνω να στέκομαι σαν ξόανο στις ατέλειωτες στέπες της μνήμης σας. Καθώς περνά ο καιρός, η εικόνα μου γίνεται όλο και πιο δύσκαμπτη. Απροσάρμοστη, ασυμβίβαστη. Τα περιγράμματα μου απλοποιούνται. Οι φόρμες μου ξεκαθαρίζουν και τα χρώματα μου περιορίζονται …
Ζω μια αφαίρεση. Τα λιγότερο απαραίτητα συρρικνώνονται και σβήνουν. Μένουν μόνο εκείνα που κρατούν μέσα τους την ουσία. Κι όσο περνάει ο καιρός , κι αυτά λιγοστεύουν. Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα έφτανα να βιώνω τον σουπρεματισμό με τέτοιο τρόπο. Όλη μου η ζωή στηρίζεται άλλοτε πάνω σ’ένα μαύρο τετράγωνο που γέρνει, κι άλλοτε πάνω σε δυο οριζόντιες γραμμές που συναντιούνται κάπου αριστερά. Μικρές σχισμές άφηναν από μακριά να φαίνεται το φώς από πίσω τους. Ώσπου κι αυτές μεγάλωσαν και με πλησίασαν μοιραία. Το νυστέρι του Fontana με ακουμπά αθόρυβα και με πληγώνει. Και από κάθε πληγή στάζω παρελθόν, μέλλον. Κι εκεί που νόμιζα ότι έτσι θα την περάσω τη ζωή μου, βρέθηκα να κινούμε άσκοπα ανάμεσα στα αρχιτεκτονικά σκασίματα και στις ρωγμές του Burri. Σε κάθε γωνιά σκοντάφτω πάνω σε σαμάνους του βορρά, και όλο μαζεύω από χάμω τα μπαστούνια και τα καπέλα τους. Σαν Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων. Οι ορίζοντες μου πάντα ομιχλώδης και μυστήριοι όπως εκείνους του Friedrich. Ποτέ μου δεν κατάλαβα που τελειώνει η θάλασσα μου και που αρχίζει ο ουρανός μου. Οι μυστήριες κοπέλες του Vermeer με περιμένουν μέσα από κάποιο ανοιχτό παράθυρο.
Αιώνια θα με περιμένουν.
Κι εγώ σβήνω.
Γίνομαι γραμμή.
Γίνομαι τυχαίο σημαδάκι.
Θα γίνω λευκό άγραφο χαρτί.
Και κάποια μέρα θα γίνω ιδέα.
Και θα απλώσω σαν πρωινή ομίχλη πάνω στις ατέλειωτες στέπες της μνήμης σας.