Η πρώτη Άνοιξη θα σε τσακίσει σαν ακυβέρνητο σκαρί, στις ξέρες της ενοχής σου.
Δεν υπάρχει κάτι που μπορείς να κάνεις για να το αποφύγεις.
Είναι σαν πυρετός.
Θέλει το χρόνο του.
Στο μεταξύ θυμάσαι στοίχους από παλιά ποιήματα, σφυρίζεις σιγανά ξεχασμένες μελωδίες που όλο σου θυμίζουν κάτι και ξαφνικά πεθυμάς το γλυκό κιτρόμηλο που έφτιαχνε η μητέρα σου.
Κάθε εισπνοή, είναι ένα γλυκό ταξίδι επιστροφής μέσα από μυρωδάτα φρεσκολουσμένα μαλλιά.
Κάθε εκπνοή είναι ένα συγνώμη στις ματιές που επιπόλαια άφησες να περάσουν.
Δεν είναι απολογισμός.
Μην παρεξηγηθώ.
Είναι ο θρίαμβος του ανεκπλήρωτου πάνω στα αντισώματα της λογικής που από παιδί περήφανα καλλιεργώ.
Τον τελευταίο καιρό νοιώθω σαν σκόνη.
Κάθισα αργά, αθόρυβα πάνω στο δέρμα της γης, και εισχώρησα ύπουλα στις βαθιές ρυτίδες της.
Καμώνομαι πως νίκησα αλλά κατά βάθος τρέμω το μοιραίο απογευματινό αεράκι που θα με εξαφανίσει από τη μνήμη σου.
Την ώρα που θα τρίβεις μηχανικά τους γυμνούς αστραγάλους σου στο δροσερό σεντόνι.
Κάποτε φοβόμουν μήπως ξεχαστώ.
Τώρα απελπίζομαι στην ιδέα πως κάποια μέρα θα σβηστώ εντελώς.
Θα γύρεις το κεφάλι προς το μέρος μου και θα παρατηρήσεις με προσοχή.
“Συμβαίνει κάτι;”
“Όχι , απλά νόμισα πως κάτι είδα” θα απαντήσεις.
Και τα παντοδύναμα μεσάνυχτα, θά’ναι κι αυτά ανήμπορα να κρατήσουν την ανάμνηση μου.
Έστω για μια στιγμή.