Τα σύννεφα που φτάνουν απο το Νότο, παίρνουν μια ροζ απόχρωση πίσω απ’το βουνό και ταξιδεύουν για τη θάλασσα στο Βορρά. Για τη θάλασσα που δεν βλέπω.
Τα πυκνά πεύκα κυλούν απο τις απότομες χαράδρες και με προσπερνούν.
Θα αραιώσουν λίγο πριν τα πρώτα σπίτια του χωριού και θα σκορπίσουν σταδιακά μέσα στις μεγάλες σπαρμένες πεδιάδες.
Είναι φορές που νοιώθω ότι το σταυροδρόμι του κόσμου μου, βρίσκεται πολύ κοντά μου. Ήχοι απο παιδιά που παίζουν, ένα μακρινό αυτοκίνητο που περνά, κελαηδητά πουλιών, το πλυντήριο που γυρίζει τρελαμένο. Οτιδήποτε υπάρχει γύρω μου, περνά μέσα απο την πύλη του Είναι μου και μετά συνεχίζει το ατέλειωτο ταξίδι του στον κόσμο. Εκσφενδονίζεται στο απέραντο σύμπαν.
Κάθομαι ακίνητος για μέρες προσπαθώντας να μην κάνω τίποτα. Δεν σκέφτομαι, δεν οργανώνω κάτι, δεν επιθυμώ, δεν σχεδιάζω, δεν ζητώ τίποτα. Το μυαλό μου σωπαίνει σιγά-σιγά και τότε αρχίζω ν’ακούω και να βλέπω τον κόσμο. Το βαρύ μουρμουρητό της Γης που κυλά στα σκουριασμένα γρανάζια της, το χώμα που τρίζει κάτω απο τα πόδια μου, το βόμβο των εντόμων που πετούν. Τ πράσινα, τα κόκκινα, τα μώβ.
Είναι μια σκέψη που δύσκολα την παίρνεις στα σοβαρά.
Είναι μια σκέψη που αν την πάρεις στα σοβαρά μπορεί να σε τρελάνει.
Είναι μια σκέψη που αν τη μοιραστείς με άλλους σε αφήνει γυμνό στον καλοντυμένο κόσμο της λογικής.
Και το χειρότερο είναι οτι δεν ξέρεις τι θ’απαντήσεις σ’αυτούς που σε ρωτούν “ …μα τί σκέφτεσαι;”