Μόλις χτες βράδυ σχολίαζα πως οι στίχοι του Ρεμπό, τον τελευταίο καιρό μου προκαλούν κάτι σαν παραισθήσεις. Διαβάζοντας τους, έλεγα, νοιώθω πρώτα ένα μούδιασμα στο πάνω μέρος του κεφαλιού. Μετά, μια περίεργη δύναμη τραβά αργά και βασανιστικά τα καλώδια του νου μου μπλέκοντας τα σαν γαϊτανάκι. Μια-μια οι σκέψεις μου αδρανούν ώσπου στο τέλος, και λίγο πριν μου κοπεί η ανάσα, η τρομακτική αυτή διαδικασία σταματάει, αλλά μόνο για λίγο. Σύντομα αρχίζει ξανά.
Σήμερα πρόσεξα πως είναι πανσέληνος (αλήθεια, την πανσέληνο γιατί δεν τη γράφουμε με κεφαλαίο;) Βρέθηκα λοιπόν σε μια από’ κείνες τις καταστάσεις όπου πρέπει να διαλέξεις ανάμεσα σε δυο εξίσου άσχημες λύσεις. Πάντα ήμουν καχύποπτος απέναντι στην ειλικρίνεια, αλλά ακόμα κι αν την προτιμήσω ως επιλογή, πώς θα μπορέσω να απολογηθώ στον εικοσάχρονο που μπήκε στην κόλαση με μια κλωτσιά, έφτυσε το κτήνος ανάμεσα στα μάτια, μετά γύρισε κι έφυγε σέρνοντας τα βήματα του αργά, βρίζοντας ανάμεσα στα δόντια; Από την άλλη, τι να πω στα παιδιά μου που με ρωτούν περίεργα; Αφού ψεύτικη σελήνη δεν γίνεται.
Έτσι όπως τα θαλάσσωσα λοιπόν, προσπαθώ να το παίξω αδιάφορος, με τίμημα όπως πάντα την αξιοπρέπεια μου. Σε μια τελευταία προσπάθεια να επανακτήσω έστω και ένα ποσοστό απ’ ότι έχασα μέσα σε μια στιγμή, αποφασίζω να το παίξω δήθεν σοφότερος. Ανακοινώνω πως σήμερα θα ανάψουμε το τζάκι για πρώτη φορά, για τον φετινό χειμώνα και φωνάζω τα παιδιά να τους δείξω πώς τοποθετούμε τα ξύλα σωστά για να πάρουν καλύτερα. “Να μαθαίνετε κι εσείς τώρα που μεγαλώσατε” τους λέω με ύφος, γνωρίζοντας φυσικά ποιόν κοροϊδεύω στ’ αλήθεια.